Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Απαντήσεις> Ευχέλαιο

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά

Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 181-184.






Ποιος είναι ο σκοπός του ιερού μυστηρίου του ευχελαίου;


Τον καθορίζει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ' αυτόν αλείψαντες αυτόν ε λαίω εν τω ονόματι του Κυρίου και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και εγερεί αυτόν ο Κύριος∙ καν αμαρτίας η πεποιηκώς, αφεθήσεται αυτώ» (5,14-15).

Σύμφωνα με το αγιογραφικό χωρίο σκοπός του ιερού μυστηρίου είναι πρωταρχικά και κύρια η ίαση της σωματικής νόσου που κατατρύχει τον πιστό. Είναι κανείς άρρωστος από σας; ερωτά. Αν είναι, ας προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους (περισσότεροι του ενός) στο σπίτι του, και ας προσευχηθούν στο Θεό γι' αυτόν, αφού τον αλείψουν με αγιασμένο έλαιο.

Η επάλειψη συνοδεύεται από την ευχή: «Πάτερ ’γιε, ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων, ο πέμψας τον μονογενή σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ιώμενον και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι και τον δούλον σου (τόνδε), εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής και ψυχικής ασθενείας, και ζωοποίησον αυτόν δια της χάριτος του Χριστού σου...» (Μικρόν Ευχολόγιον, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1992, σελ. 194)

Αφού γίνει αυτό, η προσευχή της πίστεως θα κάνει καλά τον άρρωστο, κι αν έχει κάνει αμαρτίες θα του τις συγχωρήσει ο Θεός.

Στο ιερό αυτό μυστήριο έχουμε αρκετές δογματικές δυσκολίες. Αν και είναι μυστήριο που, όπως και τα άλλα, δρα εξ ανάγκης, εν τούτοις δε διαπιστώνουμε πάντοτε αυτό στην πράξη. Ενώ δηλαδή στα άλλα μυστήρια η ενέργεια της χάριτος είναι μυστική και αθέατη (στο βάπτισμα δε βλέπουμε πως η χάρη καθαρίζει την ψυχή από το προπατορικό αμάρτημα, στη μετάνοια πως αποκαθίσταται η δικαίωση του αμαρτωλού κ.λπ.), στο μυστήριο του ευχελαίου το αποτέλεσμα καθορίζεται ως εξωτερικό και ορατό: θα γίνει καλά ο άνθρωπος, θα σηκωθεί από την κλίνη της αρρώστιας του, θα περπατήσει (ίσως όχι αμέσως) κ.λπ. Αυτό όμως συνήθως δε διαπιστώνεται.

Γι' αυτό και οι περισσότεροι πιστοί, όταν αρρωστήσουν, επισκέπτονται τους γιατρούς και τις κλινικές και όχι τους ιερείς και τους ναούς. Ολίγοι είναι εκείνοι που προσφεύγουν στη βοήθεια της χάριτος του Θεού. Γιατί να μην παρέχεται πάντοτε η σωματική ίαση των ασθενούντων; Μήπως φταίει η έλλειψη πίστεως του ασθενούντος ή των οικείων του; Πολύ πιθανό. ’λλωστε, συστήνοντας ο Κύριος το ευχέλαιο δεν αποσκοπούσε στη διαρκή αποτροπή του θανάτου από τα μέλη της Εκκλησίας Του.

'Ισως να μη χορηγεί την ίαση, γιατί η παράταση της ασθένειας στο συγκεκριμένο ασθενή έχει σωτήρια γι' αυτόν αποτελέσματα, όπως μπορεί να έχει και ο θάνατος. Τα πράγματα όμως αυτά γνωρίζει μονάχα ο Θεός. Είναι, λοιπόν, ανενεργές το ιερό μυστήριο; Ασφαλώς όχι. Ενεργεί εκεί που θέλει ο άγιος Θεός και όταν φυσικά συντρέχουν οι κατάλληλες υποκειμενικές συνθήκες (κυρίως η πίστη: «η ευχή της πίστεως σώζει τον κάμνοντα»).

Η δεύτερη δυσκολία που είναι μεγαλύτερη της πρώτης, είναι η άφεση των αμαρτιών του ασθενούντος. Το ευχέλαιο συγχωρεί αμαρτίες. Για το σκοπό όμως αυτό υπάρχει άλλο θεοσύστατο μυστήριο, η μετάνοια και εξομολόγηση. Να υποθέσουμε ότι το ένα μυστήριο καθιστά άχρηστο το άλλο; Αν δηλαδή κάνω το ιερό ευχέλαιο και συγχωρηθούν οι αμαρτίες μου, μπορώ να μην προσέλθω στο μυστήριο της μετανοίας; Είναι πολύ τολμηρό και επικίνδυνο να ισχυρισθεί κανείς κάτι τέτοιο.

Η μετάνοια είναι αυτοτελές και κυριώδες μυστήριο, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί άπ' οτιδήποτε άλλο. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Να υποθέσουμε οτι στο ευχέλαιο συγχωρούνται τα λείψανα της αμαρτίας, στην οποία οφείλεται η σωματική ασθένεια, τα οποία δεν εξομολογήθηκαν στον ιερέα, ή άλλα που δεν μπορεί ο ασθενής, λόγω της καταστάσεως του, να εξομολογηθεί; Ποιος μπορεί να γνωρίζει αυτά τα πράγματα;

Τρίτη, τέλος, δυσκολία, είναι η πράξη της Εκκλησίας να τελεί το μυστήριο του ευχελαίου και σε υγιή μέλη της. Σε τι αποβλέπει η πράξη αύτη; Αφού είναι υγιής ο πιστός, γιατί να κάνει το ευχέλαιο; Αν πάλι για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, αυτό δεν καταστρατηγεί το ιερό μυστήριο της μετανοίας;

Ή μπορεί κατά πλεονασμό να κάνει και τα δύο; Μα θα μού πείτε, ότι απόλυτα υγιής δεν είναι κανένας και ότι όλοι λίγο πολύ πάσχουμε από κάτι. Όμως δεν είναι αυτό που υπονοεί η Γραφή, αλλά τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις όποιες ο πιστός είναι σοβαρά ασθενής και είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι («και εγερεί αυτόν ο Κύριος»).

Και μια τελευταία ανθρώπινη σκέψη. Μήπως η διακονία του ιερού μυστηρίου σε υγιείς εκτός των άλλων βοηθεί στο να συντηρείται τούτο στη μνήμη του πληρώματος, το οποίο σιγά σιγά θα περιερχόταν σε λησμοσύνη, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των πιστών, όταν αρρωστήσουν, προσφεύγουν στα μέσα της ανθρώπινης επιστήμης και όχι στο μυστήριο της Εκκλησίας;

Στη Δυτική Εκκλησία το μυστήριο του ευχελαίου παρέχεται ως έσχατη χρίση σε περιπτώσεις βαριά ασθενούντων, ως εφόδιο κατά του επικείμενου θανάτου. Σε μας το εφόδιο αυτό είναι η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων.



ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr

Απαντήσεις > Ο Γάμος

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά

Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 178-181.




Ποιος είναι ο σκοπός τον ίερον μυστηρίου τον γάμου;

Να αγιάσει το φυσικό δεσμό ανδρός και γυναικός. Ο γάμος είναι πράξη φυσική, ριζωμένη στη δημιουργία. Ο Θεός έπλασε τα φύλα για να συνέρχονται, να κάνουν παιδιά και να πολλαπλασιάζεται το γένος. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαιωνίσεως του είδους, και ας λένε μερικοί ότι , αν δεν αμάρτανε ο άνθρωπος, θα πολλαπλασιαζόταν με έναν άλλο πνευματικότερο τρόπο!

Με την πτώση όμως στην αμαρτία η λειτουργία των φύλων και η γαμική ένωση γενικά ακολούθησε την κοινή αχρείωση της φύσεως. Με την ενανθρώπηση του ο Χριστός ανύψωσε την πεσμένη φύση και άγιασε το φθαρέντα του γάμου δεσμό. Αυτό γίνεται στην Εκκλησία στο ιερό μυστήριο του γάμου. Σ' αυτό οι ελευθέρως αποφασίζοντες να συζευχθούν λαμβάνουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία αγιάζει το φυσικό τους δεσμό και τους χορηγεί δύναμη ν' ανταπεξέλθουν στους υψηλούς στόχους του γάμου, που είναι το φάρμακο της επιθυμίας, ο συμπνευματισμός, η αλληλοβοήθεια και η παιδοποιία.



Ο φυσικός έρωτας στο γάμο είναι αμαρτία;


Όχι, βέβαια, μια κι ο Χριστός τον αγίασε και τον ευλόγησε με τη χάρη του. Ο Παύλος λέγει, ότι η κοίτη (η ερωτική συνεύρεση) σ' ένα χριστιανικό ζευγάρι είναι αμίαντη. Αρκεί βέβαια η σχέση να είναι η φυσιολογική έκφραση της αγάπης των συζύγων, χωρίς υπερβολές και σεξουαλικές διαστροφές, πράγματα που φυσικά απαγορεύονται.



Ο έλεγχος των γεννήσεων απαγορεύεται;

Καλό θα ήταν να μην υπήρχε. Είναι το ιδεώδες, το σύμφωνο με τη φυσική τάξη και το θέλημα του Θεού, μια και η φυσική τάξη προέρχεται απ' αυτόν. Το ιδεώδες όμως δεν είναι κι εδώ εφικτό. Στη σύγχρονη εποχή με τον πυκνό και ταχύτατο ρυθμό της και τις πολυπληθείς απαιτήσεις και ανάγκες της, μια υπερπολυπληθής οικογένεια, που αν υπάρχει και είναι αληθινά ζώσα, είναι χάρμα Θεού και καύχημα ανθρώπων, δημιουργεί πολλά και πιεστικά προβλήματα στους γονείς και τα παιδιά, που καμιά φορά είναι δυσανάλογα με την αντοχή ανθρώπων αδυνάτων. Στις περιπτώσεις αυτές μια κατ' οικονομίαν θεώρηση των πραγμάτων από την Εκκλησία με πνεύμα αγάπης και κατανοήσεως, θ' αποσοβούσε θλιβερές καταστάσεις στη ζωή του χριστεπώνυμου πληρώματος της Εκκλησίας.

Η πλήρης αποφυγή της τεκνογονίας είναι επίμεμπτη και κακή.



Αφού ο γάμος είναι αδιάλυτος δεσμός, γιατί η Εκκλησία επιτρέπει το διαζύγιο;

Ο γάμος είναι μυστηριακός δεσμός. Ο Παύλος τον παραβάλλει με τον άδιάλυτο δεσμό Χριστού και Εκκλησίας (Εφεσ. 5,32). Όπως ο Χριστός είναι δεμένος με την Εκκλησία του σε μια μυστηριακή ενότητα αδιάσπαστη και αδιάλυτη, έτσι και οι σύζυγοι ενώνονται σε μια ένωση δια βίου, αδιάσπαστη και αδιάλυτη. Αυτό που ενώνει δια του γάμου ο Θεός, ο άνθρωπος δεν πρέπει να το χωρίζει (Ματθ. 19,6). Ο θάνατος μόνο είναι ο φυσικός λύτης της συζυγικής ένότητος.

Αλλά και εδώ ανακύπτει το θέμα του ιδεώδους και του εφικτού. Ο αδιάλυτος γάμος είναι το τέλειο και το ιδεώδες. Επειδή όμως το ιδεώδες αυτό αναφέρεται σε ανθρώπους αδύναμους και αμαρτωλούς, δεν είναι πάντοτε εφικτός στην εμπερίστατη και πεζή μας πραγματικότητα. Ο Κύριος ανεγνώρισε ένα λόγο διαλύσεως του γάμου, την πορνεία (Ματθ. 5,32). Το αμάρτημα αυτό, προσβάλλοντας την πίστη την αγάπη και τον αλληλοσεβασμό των συζύγων, σπάει ουσιαστικά και καταργεί την ιδέα του γάμου και νεκρώνει την οικογένεια. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ούτε και την συζυγική απιστία αποδέχεται ως λόγο λύσεως του γάμου. Δε δίνει διαζύγιο. Επιτρέπει μόνο το χωρισμό των συζύγων από κοίτης και τραπέζης (να μη κοιμούνται και να μην τρώγουν μαζί).

Το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας αποδέχεται και άλλους λόγους διαζυγίου, τους οποίους επιβάλλει η πολύπλοκη ζωή και η κακότητα των ανθρώπων. Η τελευταία αυτή ήταν και ο βασικός λόγος, που ο Θεός στην Π. Διαθήκη επέτρεψε την διάλυση του γάμου (Ματθ. 19,8), κυρίως για να προστατεύσει τη γυναίκα από τη σκληροκαρδία του συζύγου.

Αλήθεια, μια οικογένεια που έπαυσε ουσιαστικά να ζει, γιατί να διαιωνίζεται έπ' άπειρον; Χωρίς φυσικά να θέλουμε να πούμε, ότι το διαζύγιο πρέπει να είναι μια εύκολη και πρόχειρη υπόθεση.



Τι είναι οι μικτοί γάμοι;


Είναι κατ' οϊκονομίαν γάμοι μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων. Κατ' ακρίβεια δογματική οι γάμοι αυτοί δεν πρέπει να γίνονται. Εφόσον ο ετερόδοξος δεν είναι μέλος της Όρθόδοξης Εκκλησίας, πως μπορεί να δεχθεί ορθόδοξο μυστήριο; Ή πρέπει να γίνει και αυτός ορθόδοξος, ή αυτό που γίνεται δεν έχει ουσιαστικά κανένα κύρος και καμιά αξία. Η Εκκλησία όμως οικονομεί τα πράγματα επιτρέπουσα το ανεπίτρεπτο, για να προλάβει μεγαλύτερα κακά, έναν πολιτικό γάμο ή μια παράνομη συμβίωση ή και άποσκίρτηση του ορθόδοξου μέλους και προσχώρηση του σε έτερόδοξες εκκλησιαστικές κοινότητες.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να ευλογήσει έναν τέτοιο γάμο, θέτει σαν προϋπόθεση την τέλεση του σε ορθόδοξο ναό και κατά το ορθόδοξο τυπικό, με γραπτή υπόσχεση του άλλου μέρους ότι τα τέκνα, που ενδεχομένως προκύψουν από το γάμο, θα βαπτισθούν και θα ανατραφούν ορθόδοξα. Φυσικά το ίδιο απαιτεί και το έτερο μέρος, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν στο γάμο αυτό μετέχει δικό της μέλος. Για τους Προτεστάντες το ζήτημα είναι αδιάφορο. Αυτοί είναι πρακτικοί άνθρωποι.



Τι αντιπροσωπεύει ο πολιτικός γάμος;

Από δογματική άποψη τίποτα. Είναι σκέτο κατασκεύασμα ανθρώπων, χωρίς καμιά εσωτερική θρησκευτική πνοή. Είναι συμβόλαιο κοινωνικό, που νομοθετεί η πολιτεία δια να προστατεύσει και να κατοχυρώσει νομικά την οικογένεια, τη συμβίωση ανδρός και γυναικός. Ο γάμος αυτός όπως εύκολα συνάπτεται, το ίδιο εύκολα και διαλύεται με την κοινή συναίνεση των συζύγων, με όλες φυσικά τις συνέπειες που καθορίζει ο νόμος.

Ο ορθόδοξος πιστός ποτέ δε θα στέρξει έναν τέτοιο γάμο. Το θεωρεί εύσχημη πορνεία. Γι αυτόν είναι σημείο εκπτώσεως από τη μυστηριακή χάρη, τη χριστιανική πίστη και γενικότερα την Εκκλησία. Δεν παραβλέπουμε φυσικά τις πολλές και αδήριτες καμιά φορά περιστάσεις στις όποιες μπορεί να βρεθεί ένας ορθόδοξος χριστιανός, ζώντας σε χώρες που η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αισθητή την παρουσία της, και το γενικότερο κλίμα δεν είναι καθόλου θρησκευτικό. Αν κάνει γάμο πολιτικό, θα τον κάνει από σκοπιμότητα και θα βρίσκεται στο έλεος του Θεού. Εκτός κι αν κάνει παράλληλα και θρησκευτικό.




ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr

Απαντήσεις> Θεία Ευχαριστία

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά

Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 165-172.





Πόσο σημαντικό είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας;


Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι μυστήριο θεοποιητικό. Κατ' αυτό η φύση του ανθρώπου ζυμώνεται με τη θεότητα. Ενώνεται μυστηριακώς με το σώμα και το αίμα του Θεού, γεμίζει από Θεό, θεοποιείται. Ο κοινωνών λαμβάνει άφεση αμαρτιών και ζωήν αιώνιον. Αθανατίζεται, αφθαρτοποιείται. Μαζί με το βάπτισμα είναι κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας. Καλείται δε «κυριακό» -όπως και το βάπτισμα- γιατί έχει άμεση τη σύσταση του άπό τον Κύριο (Ματθ. 26, 26-28).



Ποια είναι η φύση τον ιερού μυστηρίου;

Είναι μυστήριο και θυσία. Είναι μυστήριο κατά το οποίο, δια της ευχής του ιερέα, κατέρχεται η χάρη του αγίου Πνεύματος και μεταβάλλει τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού. Το πράγμα είναι μυστήριο φοβερό, ανερμήνευτο και ακατάληπτο. Η μεταβολή και μεταποίηση γίνεται στην ουσία των φυσικών στοιχείων. Χάνουν δηλαδή τα στοιχεία τη δική τους ουσία, και τη θέση της καταλαμβάνουν το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του Χριστού.

Φυσικά διατηρούν τα συμβεβηκότα, όσα υπάρχουν περί την ουσία, δηλαδή τις φυσικές τους ποιότητες του βάρους, του χρώματος, της οσμής, της γεύσεως, της οξύτητος (του οίνου) κ.α. Αυτός που κοινωνεί δέχεται αυτούσιο το σώμα και το αίμα του Χριστού, αυτό που γεννήθηκε, αυξήθηκε, έπαθε στο σταυρό, αναστήθηκε εκ των νεκρών και, θεωμένο, αναλήφθηκε στους ουρανούς. Κοινωνεί ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου και συνημμένως της θεότητός του, που είναι αχώριστα ενωμένη με αυτή. Κατ' επέκταση κοινωνεί και του τριαδικού Θεού!

Η θεία Ευχαριστία είναι ταυτόχρονα και θυσία. Είναι η ίδια η θυσία του σταυρού, πρόληψη της όποιας έκανε ο Σωτήρας κατά το Μυστικό Δείπνο της Μ. Πέμπτης. Είναι η ίδια θυσία με τη σταυρική, προσφερόμενη όμως αναιμάκτως, ενώ η θυσία του Σταυρού έγινε εν αίματι. Ομοίως, ενώ η σταυρική θυσία έγινε μια για πάντα για την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου, η θυσία της ευχαριστίας γίνεται πολλάκις, με σκοπό να εφαρμόσει τα σωτήρια αγαθά της μεγάλης εκείνης θυσίας στο σώμα των πιστευόντων μελών της Εκκλησίας. Στη θυσία της Ευχαριστίας θύτης και θύμα είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος προσφέρεται δια χειρός του ιερέως.



Όταν κοινωνεί κανείς χωρίς ηθική προπαρασκευή, κάνει μεγάλο αμάρτημα;

Ναι, πολύ μεγάλο. Διότι δε «διακρίνει» το σώμα και το αίμα του Χριστού (Α΄ Κορ. 11, 29). Δεν το χωρίζει από τις άλλες φυσικές τροφές. Δεν έχει αίσθηση αυτού που κάνει, ότι δηλαδή δέχεται μέσα του τον Κύριο. Προσέρχεται χωρίς να έχει φόβο θεού. Το χειρότερο δε, ανακατεύει το σώμα και το αίμα του Χριστού με ένα σωρό ηθικές ακαθαρσίες που φωλιάζουν στην ψυχή του και με τα αισχρά έργα της ανομίας του. Έτσι, αντί να λάβει θεία ευλογία, δέχεται στην ψυχή του κρίμα και κατάκριμα, γινόμενος έρμαιο του διαβόλου. Στην αρχαία Εκκλησία πολλοί που κοινωνούσαν αδιάκριτα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Η προπαρασκευή για τη θεία κοινωνία είναι η ειλικρινής μετάνοια και η εξομολόγηση.



Όταν κοινωνεί κανείς μια μικρή μερίδα από τα αγιασμένα θεία δώρα, κοινωνεί ολόκληρο το Χριστό;

Ναι. Κοινωνεί ολόκληρο το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ολόκληρη την ανθρωπότητα του και τη συνημμένη θεότητα του Λόγου. Δεν κοινωνεί τόσο μόνο από το σώμα και το αίμα του Χριστού, όσο αναλογεί στον όγκο και την έκταση του αγίου μεριδίου που δέχεται. Και στο πιο μικρό τεμάχιο της θείας Ευχαριστίας υπάρχει ολόκληρος ο Χριστός. Τόσο ο ιερέας που καταλύει ολόκληρη την ποσότητα των τιμίων δώρων που απομένει μετά την μετάληψη των πιστών, όσο και ο πιστός που δέχεται ένα μικρό μονάχα μέρος, κοινωνούν τον ίδιο Χριστό.

Όπως σε ένα μεγάλο καθρέφτη ανακλάται ολόκληρος ο ήλιος αν θραύσουμε τον καθρέφτη σε πολλά κομμάτια σε κάθε ένα από αυτά θα ανακλάται πάλι ο ίδιος ήλιος έτσι και ο Χριστός βρίσκεται ολόκληρος σε όλη την ποσότητα των καθαγιασθέντων τιμίων δώρων, όπως και σε ενα μικρό μερίδιο αυτών. Συγχρόνως είναι παρών και σε όλα τα αγία ποτήρια των ορθοδόξων ναών, όπου τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Είναι το μέγιστο θαύμα του Θεού!



Είναι σωστός ο όρος «μετουσίωση» ( transsubstantiatio );

Τον όρο αυτό χρησιμοποιεί κυρίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Δεν είναι εσφαλμένος. Εννοιολογικά αντιστοιχεί με τους όρους «μεταβολή», «μεταποίηση», «μεταστοιχείωση», που χρησιμοποιεί η Όρθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Χρησιμοποιείται δε και σε μας ο όρος μετουσίωση με την έννοια της μεταβολής. Καλό όμως θα ήταν ν' αποφεύγεται η χρήση του στην o ρθόδοξη θεολογία, μια και θυμίζει σχολαστικές λεπτολογίες περί διακρίσεως ουσίας και συμβεβηκότων, βασισμένες στην Αριστοτέλεια φιλοσοφία.

Οι όροι μεταποίηση και μεταβολή είναι δοκιμότεροι, ο δε ορθόδοξος πιστός δεν πρέπει να πολυπραγμονεί τον τρόπο με τον όποιο γίνεται η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού (βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις της Ορθοδόξου Πίστεως, IV , ΙΓ΄, PG 94, 1144-1145). Του αρκεί η πίστη στην παντοδυναμία του Θεού και η συγκατάθεση του νου του στο φοβερό και απερινόητο θείο μυστήριο.



Είναι σωστή η χρήση άζνμων στη θεία Ευχαριστία;


Όχι, δεν είναι σωστή. Για τη θεία ευχαριστία χρησιμοποιείται άρτος ένζυμος και οίνος ύδατι κεκραμένος, σε ανάμνηση της ρεύσεως αίματος και ύδατος άπό την τρωθείσα με λόγχη πλευρά του Κυρίου επάνω στο σταυρό (Ιωαν. 19,34). Ένζυμο άρτο χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, άζυμα δε οι Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι.

Δεν είναι δε ορθή η χρήση των άζύμων, διότι όταν ο Χριστός λίγες ώρες πριν από το σταυρικό του θάνατο έφαγε το τελευταίο εβραϊκό Πάσχα μετά των μαθητών του το εσπέρας της Μ. Πέμπτης, ότε και συνέστησε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (14 του μηνός Νισάν), χρησιμοποίησε άρτο, διότι τα άζυμα δεν ήταν ακόμη εν χρήσει. Η βρώση τους άρχιζε την επαύριο, την πρώτη ημέρα του εβραϊκού Πάσχα (15 του Νισάν) και διαρκούσε επτά ήμερες.



Επιτρέπεται να κοινωνούν της θείας Ευχαριστίας τα βαπτισθέντα νήπια;


Φυσικά επιτρέπεται. Εφόσον δέχθηκαν το ιερό βάπτισμα που τους αφαίρεσε το προπατορικό αμάρτημα και τα αναγέννησε πνευματικώς, και έλαβαν περαιτέρω το άγιο χρίσμα το όποιο σφράγισε τις δωρεές του βαπτίσματος, δεν υπάρχει κανένας λόγος να στερηθεί η τρυφερή και καθαρή φύση τους των ευεργετημάτων, που παρέχει η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Και στο θέμα αυτό καινοτόμησε, με το ίδιο πάντοτε σκεπτικό, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία δεν παρέχει στα βαπτισθέντα νήπια το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Την πρώτη κοινωνία τους θα λάβουν τα παιδιά επίσημα στην Εκκλησία κατά την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος (12ο έτος).



Τι είναι η concomitantia, βάσει της οποίας η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δε
χορηγεί αίμα Χριστού στους λαϊκούς;


Είναι μία θεωρία την οποία διετύπωσε ο Θωμάς A κινάτης για να δώσει θεολογικό έρεισμα στην πράξη της Εκκλησίας του να στερεί τους λαϊκούς από το άγιο Ποτήριο. Ο όρος σημαίνει «συνακολουθία». Κατά τη θεωρία, όπου υπάρχει σώμα εκεί πρέπει να είναι και το αίμα, που περιέχεται σ' αυτό. Σώμα χωρίς αίμα δεν είναι νοητό.

Έτσι και στο σώμα του Κυρίου, τον άγιο άρτο, πρέπει να υπάρχει και το τίμιο αίμα του (ο αγιασμένος οίνος). Επομένως, κοινωνώντας ο πιστός του άρτου, κοινωνεί ταυτόχρονα και του αίματος (του οίνου) που περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να κοινωνεί ιδιαιτέρως και αίμα Χριστού. Το προνόμιο να κοινωνούν και αίμα Χρίστου επιφυλάσσεται μονάχα στους λειτουργούντες ιερείς. Οι μη λειτουργούντες (ιερείς) δεν έχουν τη δυνατότητα αυτή.

Εξυπνάδες βέβαια του Θωμά. Κρίμα που ο Χριστός αγνοούσε τη θεωρία του, και συνέστησε τη θεία Κοινωνία υπ' αμφότερα τα είδη, με ιδιαίτερη μάλιστα μνεία για το αίμα του, ειπών: «Πίετε εξ αυτού πάντες»! Στο «πάντες» φυσικά περιλαμβάνονται και οι λαϊκοί, άσχετα αν οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν αντίθετη γνώμη.

Ότι κύριος σκοπός της πράξεως αυτής του Ρωμαιοπαπισμού είναι η έξαρση των κληρικών υπεράνω του λαϊκού στοιχείου της Εκκλησίας, είναι περιττό και να σημειωθεί.



Πότε γίνεται ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων;

Μετά το «τα σα εκ των σων», όταν ο ιερέας διαβάζει την ευχή καθαγιάσεως, επικαλούμενος το άγιο Πνεύμα να έλθει και με τη χάρη του να μεταβάλει τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού. Είναι φυσικά η ιερότερη στιγμή της θείας λειτουργίας. Όταν αύτη (η λειτουργία) γίνεται την Κυριακή, απαγορεύεται οι πιστοί να γονατίζουν, διότι η Κυριακή, ως ανάμνηση της Αναστάσεως του Χριστού, είναι ημέρα εόρτιας χαράς (Κανών 90 Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου). Κατά τις καθημερινές βέβαια, όταν τελούνται μνήμες Αγίων, η γονυκλισία επιτρέπεται.

Οι Ρωμαιοκαθολικοί ως στιγμή καθαγιάσεως των τιμίων δώρων δέχονται τους εισαγωγικούς λόγους του μυστηρίου, που εξεφώνησε ο Χριστός: «Λάβετε φάγετε...» και «πίετε εξ αυτού πάντες...». Αν ήταν όμως έτσι, ποια έννοια θα είχε η μνεία της ευχής καθαγιάσεως που απαντά σε όλα τα αρχαία τυπικά τελέσεως της θείας λειτουργίας;



Τι φρονούν γενικά περί θείας Ευχαριστίας οι Διαμαρτυρόμενοι;

Η θεία Ευχαριστία, μαζί με το ιερό βάπτισμα, είναι τα μόνα εκκλησιαστικά μυστήρια που δέχονται οι Προτεστάντες. Δεν μπορούν φυσικά να κάνουν αλλιώς, γιατί θα έμεναν εκτεθειμένοι, μια και περί αυτών κάνει ρητό λόγο η Γραφή.

Αλλά και το μυστήριο αυτό το δέχονται σύμφωνα με τις δικές τους προκαταλήψεις. Εν πρώτοις δε δέχονται τη θεία Ευχαριστία ως θυσία. Η θυσία εξυπακούει ιερείς, αυτοί όμως δεν έχουν ιερείς, γιατί απορρίπτουν το μυστήριο της ιερωσύνης, το όποιο ανήκει στην ορατή Εκκλησία, που ομοίως απορρίπτουν. Αυτοί έχουν μόνο ποιμένες (πάστορες), που κύριο έργο τους έχουν να κηρύσσουν το λόγο του Θεού.

Κατόπιν απορρίπτουν την πραγματική παρουσία του Χριστού στα δώρα της θείας Ευχαριστίας. Ο άρτος και ο οίνος, κατ' αυτούς, δεν είναι σώμα και αίμα Χριστού. Είναι απλώς σύμβολα της υποσχέσεως του Κυρίου να είναι πάντοτε μαζί με την Εκκλησία του και να την ευλογεί. Τη μετουσίωση απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Πραγματική παρουσία δέχονται μόνο οι Λουθηρανοί (και φυσικά οι Αγγλικανοί), αλλά κατά έναν ιδιότυπο τρόπο. Για να ερμηνεύσουν την παρουσία του Χριστού στη θεία Ευχαριστία, έπλασαν τη θεωρία της Ubiquitas (βλ. Α. Θεοδώρου, Η περί Ubiquitas διδασκαλία των Λουθηρανών, Αθήνα, 1967), κεντρική ιδέα της οποίας είναι ότι το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν. Ως πανταχού παρόν, βρίσκεται και στον άρτο και τον οίνο της Ευχαριστίας. Μια πραγματικά πολύ απλή και εύκολη θεωρία.

Δεν πρόσεξαν όμως κάτι. Αν ο Χριστός είναι παρών στην Ευχαριστία δυνάμει της πανταχού παρουσίας του σώματος του, τότε κατά ίσο λόγο θα είναι παρών και στις άλλες φυσικές τροφές. Σε τέτοια όμως περίπτωση, τι περισσό παρείχε η θεία Ευχαριστία; ’λλωστε και η αφετηρία της θεωρίας αυτής, ότι δηλαδή το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν, είναι εσφαλμένη.

Ο Χριστός είναι ο πανταχού παρών με τη θεότητα και την ανθρωπότητα του, και όχι μονάχα το σώμα του, που, αν και ενωμένο υποστατικά με τη θεότητα και θεωμένο, δεν εξέρχεται των ορίων της πεπερασμένης του φύσεως. Περιττό να σημειωθεί, ότι στις σκέψεις αυτές υπάρχει εσφαλμένη αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο Χριστό. Ένα βήμα απομένει για να καταλήξει κανείς στο μονοφυσιτισμό.



ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr

Απαντήσεις > Μετάνοια και εξομολόγηση

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά

Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 163-165






Σε τι αποβλέπει το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως;


Για να λουσθεί η ψυχή πνευματικά και να καθαρισθεί από το ρύπο της αμαρτίας. Για να γίνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετανοήσει πρώτα για τις αμαρτίες του, να συντριβεί η καρδιά του για ό,τι προσέβαλε τη χάρη του Θεού, να λάβει απόφαση να απαλλαγεί από τα αμαρτωλά πάθη και τις κακές του συνήθειες, να μισήσει τη σαγήνη της αμαρτίας, η οποία μπορεί να νεκρώσει την ψυχή του, και κατόπιν να προσέλθει στον πνευματικό λειτουργό της Εκκλησίας και να εξομολογηθεί σ' αυτόν με φόβο Θεού και ειλικρίνεια τα αμαρτήματα που πιέζουν τη συνείδηση του.

Ο πνευματικός, διαπιστώνοντας ειλικρινή μετάνοια και προθυμία αλλαγής βίου, συγχωρεί τον εξομολογηθέντα, διαβάζοντας του ειδική συγχωρητική ευχή. Την εξουσία αφέσεως αμαρτιών έχει ο ιερέας ως λειτουργός της Εκκλησίας, την όποια εφοδίασε ο Χριστός με τη δύναμη του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες επί της γης: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. 20, 23).

Με τη συγχώρηση του ο άνθρωπος απαλλάσσεται τελείως από την ακαθαρσία της αμαρτίας λουσμένος στη χάρη του Θεού, και ανακτά τη δικαίωση του ενώπιον του Θεού, την όποια μπορεί να έχασε δια των θανάσιμων αμαρτημάτων του. Το μυστήριο μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε πνευματικές ανάγκες της ψυχής. Δικαίως δε χαρακτηρίζεται και ως δεύτερο βάπτισμα, επειδή λούζει, καθαρίζει την ψυχή.



Δεν αρκεί μονάχα η μετάνοια και η απ' ευθείας εξομολόγηση στο Θεό; Γιατί τάχα να εξομολογούμαστε και στον ιερέα;


Το ερώτημα είναι κάπως πονηρό. Και φυσικά πρέπει να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα μας απ' ευθείας στο Θεό(«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών», Κυριακή προσευχή, Ματθ. 6,12). Αυτό είναι βασικό χρέος μας. Ο Χριστός όμως ίδρυσε ειδικό προς τούτο μυστήριο και το παρέδωσε στην Εκκλησία του, το όποιο δεν μπορεί να τελέσει όποιος όποιος, αλλά μονάχα ο ιερέας, ως εντολοδόχος του Θεού, ο οποίος είναι πατέρας και γιατρός πνευματικός των ψυχών.

Όπως ο φυσικός γιατρός για να μπορέσει να θεραπεύσει τη νόσο, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τον ασθενή, να κάνει διάγνωση της νόσου του και κατόπιν να προχωρήσει στη θεραπεία της, έτσι και ο πνευματικός πατήρ πρέπει να διαγνώσει τη φύση της πνευματικής ασθένειας και την ειλικρίνεια του μετανοούντος, για να μπορέσει να θεραπεύσει την πάσχουσα και αλγούσα ψυχή.

Αν δε γίνει προσωπική εξομολόγηση, πως θα κάνει τη δουλειά του ο ιερέας; ’λλωστε τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και στα προηγούμενα είπαμε, δεν είναι μαγικές τελετές, αλλά κινούνται στον ελεύθερο διαπροσωπικό χώρο. Ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί προσωπικά το γιατρό της ψυχής του.

Αυτό έταξε ο Θεός και αυτό απαιτούν οι ανάγκες του ιερού μυστηρίου. Μήπως όμως ο αμαρτωλός, διαπιστώνοντας τα αμαρτήματα αυτά, προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις»; Αποφεύγει τον ιερέα, γιατί ντρέπεται να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του;



Είναι απαραίτητα τα επιτίμια που επιβάλλει ο ιερέας στον εξομολογούμενο;


Απαραίτητα, Οχι. Είναι όμως χρήσιμα και ωφέλιμα. Είναι παιδαγωγίες, φάρμακα θεραπευτικά. Όταν ο πνευματικός διαγνώσει πλημμελή μετάνοια στον έξομολογούμενο, δεν του παρέχει άφεση αμαρτιών, αλλά του επιβάλλει επιτίμια (τον κανόνα), για να τον στερεώσει πνευματικά και να τον οδηγήσει σε ειλικρινή και πλήρη μετάνοια. Το ίδιο μπορεί να κάνει και σ' αυτόν που έλαβε ήδη άφεση αμαρτιών, για να τον στερεώσει στην πνευματική του ζωή και στον αγώνα του κατά της αμαρτίας. Αν λείπουν τα έπιτίμια, δεν παραβλάπτεται η ολοκληρία του μυστηρίου.

Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι, ότι τα επιτίμια δεν έχουν το χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Δεν είναι δηλαδή κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να κάνει ο αμαρτωλός για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, που απαιτεί την τιμωρία του πταίσαντος για τις παραβάσεις του νόμου του Θεού.

Την τοποθέτηση αυτή παίρνει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Κατ' αυτήν ο αμαρτωλός πρέπει να κάνει όλα τα επιτίμια στην παρούσα ζωή. Αν εν τω μεταξύ πεθάνει, θα πληρώσει το χρέος στο Ρ urgatorium (καθαρτήριο πυρ). Η Εκκλησία φυσικά (ο Πάπας) μπορεί να τον βγάλει από εκεί δίνοντας του συγχωροχάρτι. Παλαιά αυτό γινόταν με την καταβολή χρημάτων!



ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr

Απαντήσεις> Το Χρίσμα

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά

Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 162-163




Σε τι αποσκοπεί το ιερό μυστήριο του χρίσματος;


Σφραγίζει με τα χαρίσματα και τις δωρεές του παναγίου Πνεύματος τη νέα πνευματική ζωή που γεννήθηκε δια του βαπτίσματος, βοηθώντας το βαπτισθέντα ν' αναχθεί σε βίο θεοφιλή και ενάρετο.

Το μυστήριο, που μαρτυρείται επαρκώς στην αγία Γραφή, γινόταν στην αρχή δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων στις κεφαλές των βαπτισθέντων για τη χορήγηση των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος (Πραξ. 8,17). Με το πέρασμα του όμως του χρόνου και καθόσον αύξανε σημαντικά ο αριθμός των πιστευόντων, δημιουργήθηκε κάποιο πρακτικό πρόβλημα∙ τα χέρια των Αποστόλων δεν επαρκούσαν πλέον για την τέλεση του ιερού μυστηρίου. Ήταν λίγοι.

Έτσι πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε η επίθεση των χειρών με την τέλεση του χρίσματος, κατά την οποία ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος χρίει σταυροειδώς το μέτωπο και τα άλλα μέλη τοϋ σώματος του βαπτισθέντος με άγιο μύρο (μίγμα ελαίου με άλλες σαράντα αρωματώδεις ουσίες, οι όποιες συμβολίζουν τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος), εκφωνουμένης σε κάθε χρίση της ευχής «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου. Αμήν».

Το χρίσμα δεν είναι συμπλήρωμα του ιερού μυστηρίου του απτίσματος. Είναι ιδιαίτερο αυτοτελές μυστήριο, το οποίο γίνεται εν συνεχεία προς το βάπτισμα. Εκεί είναι η φυσιολογική του τοποθέτηση.


Είναι σωστή η μετάθεση τελέσεως τον χρίσματος αρκετό χρόνο μετά το βάπτισμα;


Τη μετάθεση αυτή κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Το σκεπτικό τους είναι: αφού το ιερό μυστήριο έχει σκοπό να βοηθήσει το βαπτισθέντα στον προσωπικό του αγώνα και την προσπάθεια του να ζήσει βίο ενάρετο ανάλογο με την υψηλή κλήση του βαπτίσματος, το νήπιο, που έχει άωρη

ακόμη προσωπικότητα και δεν έχει αναπτυγμένες τις πνευματικές και διανοητικές του δυνάμεις, πως είναι δυνατό να αναλάβει ένα τέτοιο μεγάλο και δύσκολο αγώνα; Γι' αυτό και μεταθέτουν την τέλεση του χρίσματος στο δωδέκατο έτος της ηλικίας του παιδιού και εν ανάγκη στο έβδομο.

Το σκεπτικό αυτό έχει φυσικά κάποια λογική βάση. Αλίμονο όμως αν τα δόγματα της πίστεως τα εξετάζουμε στη βάση μόνο της λογικής. Η αρχαία Εκκλησία, όταν τελούσε το χρίσμα συνειμμένως με το βάπτισμα, ασφαλώς γνώριζε τι έκανε. Η πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι μεταγενέστερος νεωτερισμός (ΙΓ' αιώνας).

Κατά τη λογική όμως αυτή έπρεπε να μετατίθεται και ο νηπιοβαπτισμός, πράγμα όμως που δεν κάνει η Παπική Εκκλησία. ’λλωστε είναι γνωστό, ότι η μόρφωση του χαρακτήρος και της προσωπικότητος του ανθρώπου αρχίζει ήδη από του λίκνου, αν μη και νωρίτερα.

Γιατί, λοιπόν, να στερήσουμε τα νήπια από την ευεργετική επίδραση της χρισματικής χάριτος;



ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr

Απαντήσεις> Το Βάπτισμα

Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά
Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 156-161





Γιατί βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδος;



Για ν' αποβάλουμε το χιτώνα της φθοράς και να ντυθούμε τη δόξα του Χριστού. Με το χιτώνα της φθοράς μας έντυσε με την παράβαση του ο Προπάτορας, που μας κληροδότησε μια φύση χαλασμένη, στην οποία μπαίνουμε όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι με τη φυσική μας γέννηση. Η φύση αυτή της φθοράς εμποδίζει την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού. Πρέπει οπωσδήποτε ν' αφανισθεί και αυτό πετυχαίνεται στο ιερό βάπτισμα (Ιωαν. 3,3). Παράλληλα πρέπει να ντυθούμε το Χριστό («Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε» ψάλλει η Εκκλησία μας), να αναγεννηθούμε, να γίνουμε μία νέα πνευματική ύπαρξη και ζωή.

Το βάπτισμα, λοιπόν, είναι η τελετή εκείνη που ίδρυσε ο Χριστός, κατά την οποία ο άνθρωπος, βαπτιζόμενος σε αγιασμένο νερό με τριττή κατάδυση και ανάδυση στο όνομα της αγίας και ζωοποιού Τριάδος, αφ ' ενός μεν αποβάλλει την παλαιά φύση της αμαρτίας (το προπατορικό αμάρτημα), αφ' έτερου δε άναγεννάται σε μια καινούργια ένθεη ύπαρξη, φυτεμένη στη χάρη του Θεού.

Το βάπτισμα είναι κορυφαίο μυστήριο. Ονομάζεται «κυριακό», γιατί στη Γραφή υπάρχει ρητή πληροφόρηση για την άμεση σύσταση του από τον Κύριο (Ματθ. 28,19). Δια του βαπτίσματος ο άνθρωπος φυτεύεται μυστικά στο άχραντο σώμα του Χριστού, γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και έχει το δικαίωμα συμμετοχής του και στα υπόλοιπα εκκλησιαστικά μυστήρια.




Αφού δια του βαπτίσματος καταργείται το σώμα της αμαρτίας, γιατί εξακολουθεί να αμαρτάνει μετά ταύτα ο άνθρωπος;



Δύσκολο το ερώτημα. Φυσικά και μετά την εκρίζωση της αμαρτίας δια του βαπτίσματος ο άνθρωπος δεν παύει να είναι λογικός και ελεύθερος. Όπως δε ο πρωτόπλαστος, αν και πλασθείς καθαρός από την αμαρτία, όμως έπεσε σ ! αυτή κάνοντας κατάχρηση της λογικής του ελευθερίας, έτσι κι ο βαπτισθείς, καίτοι ολοκάθαρος μετά το λουτρό της παλιγγενεσίας, μπορεί να αμαρτήσει ως προσωπικότητα λογική και ελεύθερη. Βέβαια εδώ δεν πρόκειται απλώς για τη δυνατότητα της αμαρτίας, που έγκειται σε κάθε λογική φύση, αλλά περί ροπής προς την αμαρτία, περί φρονήματος σαρκικού ( concupiscentia = επιθυμητικό), που είναι άπορο πως παραμένει, μια και η ρίζα του (η φθαρμένη φύση) έχει καταργηθεί από το βαπτισθέντα. Πραγματικά έχουμε δογματικό πρόβλημα.

Να μην εκριζώνεται άραγε σε όλη της την έκταση η αμαρτία από τη φύση του βαπτισθέντος και να εξακολουθούν να παραμένουν εισέτι λείψανα της σ' αύτη; Μια απάντηση μπορεί να είναι η ακόλουθη. Το αμαρτητικό εξακολουθεί να παραμένει στη φύση του αναγεννηθέντος κατά παραχώρηση και παιδαγωγία Θεού. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει την παρουσία του, για να έχει ο βαπτισθείς ένα κίνητρο πνευματικών αγώνων, ώστε να κερδίζει κι αυτός, κατά κάποιο τρόπο, τη σωτηρία του, συνεργαζόμενος με τη χάρη του Θεού. Έτσι εκείνος που με ολιγωρία φέρεται προς την αμαρτητική ορμή, είναι ενδεχόμενο, αμαρτάνοντας βαριά, να χάσει τη δικαίωση που έλαβε δια του βαπτίσματος, και στο τέλος να χάσει την ψυχή του. Ενώ άλλος, καταγωνιζόμενος με τη χάρη τοϋ Θεσϋ το έπιθυμητικό, μπορεί να προαχθεί πνευματικώς και να κερδίσει την αιώνια ζωή. Στην πράξη διαπιστούται σαφώς το διττό αυτό ενδεχόμενο. Όλοι οι βαπτιζόμενοι δεν είναι το ίδιο. ’λλοι αναδεικνύονται άξιοι της υψηλής κλήσεως και άλλοι όχι (Ματθ. 20,16).



Αφού ο Κύριος είπε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. 16,16), γιατί εμείς βαπτίζουμε τα νήπια, τα όποια δεν μπορούν να πιστεύουν;


Είναι αλήθεια ότι ο Κύριος προέταξε του βαπτίσματος την πίστη. Ο άνθρωπος προτού δεχθεί το βάπτισμα πρέπει να πιστέψει στο Χριστό, να γνωρίσει τη θεία αλήθεια, να ποθήσει τη σωτηρία του και ακολούθως να βαπτισθεί.

Αυτή είναι η κανονική σειρά και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το βάπτισμα ενηλίκων, που γίνεται κατόπιν πίστεως στο Σωτήρα, είναι προτιμότερο. Έτσι γινόταν στην αρχαία Εκκλησία.

Ο νηπιοβαπτισμός εισήχθη πολύ νωρίς στην πράξη της αρχαίας Εκκλησίας. Εισήχθη για ν' αντιμετωπίσει μια επείγουσα ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, ένα σοβαρό κίνδυνο, το ενδεχόμενο να πεθάνει κανείς αβάπτιστος, οπότε κωλύεται να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Το κώλυμα, όπως είπαμε, είναι η παρουσία στην ψυχή του προπατορικού αμαρτήματος. Τα νήπια βέβαια δεν έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν. Αυτό όμως δεν αποτελεί απροχρώντα λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων που αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια όμως το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει. Συνεπώς η θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην τρυφερή καρδιά τους, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος. ’λλωστε την έλλειψη προσωπικής τοποθετήσεως των νηπίων έναντι της πίστεως και του λόγου τοϋ Θεού, αναλαμβάνει την υποχρέωση ν' αναπληρώσει εν καιρώ σ' αυτά ο ανάδοχος, βοηθούμενος από τους γονείς του παιδιού και την Εκκλησία.

Μερικοί ρωτούν γιατί με βάπτισαν, χωρίς κανένας να με ρωτήσει, αν ήθελα να βαπτισθώ και να γίνω χριστιανός; (αυτό είναι συνηθισμένο ερώτημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά). Το ερώτημα είναι σχήμα οξύμωρο. Πως μπορείς να ρωτηθείς, αφού δεν έχεις τη δυνατότητα να κατανοήσεις και να απαντήσεις; Το βάπτισμα το κάνουμε στα νήπια για το καλό τους, για να τα προφυλάξουμε από έναν μέγιστο κίνδυνο. Το ίδιο άλλωστε δεν κάνουμε στα μικρά παιδιά, όταν τα εμβολιάζουμε; Ζητάμε προηγουμένως τη συγκατάθεση τους;



Τι είναι το βάπτισμα ανάγκης;


Είναι το βάπτισμα το οποίο τελείται εκτάκτως σε αβάπτιστα νήπια, τα οποία απειλεί ο θάνατος, και δεν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει στην Εκκλησία από κανονικό ιερέα.

Το παιδί που κινδυνεύει μπορεί να το βαπτίσει λαϊκός, άντρας ή γυναίκα -πάντα ορθόδοξος- στο όνομα της αγίας Τριάδος και σε ζων ύδωρ (τρεχούμενο νερό). Αν δεν υπάρχει πρόχειρα νερό, μπορεί να το βαπτίσει και στον αέρα: «βαπτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του Θεού.., τάδε (θα λεχθεί το όνομα) εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Αμήν» (τρεις φορές).

Το βάπτισμα αυτό είναι κανονικό. Αν επιζήσει το νήπιο, δεν επαναλαμβάνεται το βάπτισμα. Το πηγαίνουν οι, γονείς του στο ναό, όπου ο ιερέας διαβάζει μονάχα τις ευχές, που δεν ήταν δυνατό να διαβασθούν κατά το βάπτισμα ανάγκης, χωρίς όμως να γίνει βάπτιση, με τριττή κατάδυση και ανάδυση.

Το βάπτισμα ανάγκης εντάσσεται γενικά στο σκεπτικό του νηπιοβαπτισμού. Κύριος σκοπός του είναι να μην πεθάνει το νήπιο αβάπτιστο, με συνέπεια να στερηθεί τη Βασιλεία του Θεού.

Τι γίνεται όμως ένα αβάπτιστο νήπιο που πεθαίνει αιφνίδια, μόνο ο Θεός γνωρίζει. Διότι υπάρχει μεν το προπατορικό αμάρτημα, δεν υπάρχουν όμως παράλληλα και προσωπικές αμαρτίες. Να βρίσκεται σε μια ουδέτερη κατάσταση μεταξύ Παραδείσου και κολάσεως (βλ. διάφορες εκδοχές : Χρ. Ανδρούτσου, Δογματικά, 1907, σελ. 328);



Είναι σωστό το δι' επιχύσεως ή ραντισμού βάπτισμα;



Στην αρχαία Εκκλησία το βάπτισμα αυτό ήταν επίσης βάπτισμα ανάγκης. Γινόταν σε ασθενείς που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και να κατέβουν στην κολυμβήθρα να βαπτισθούν. Λεγόταν και βάπτισμα των «κλινικών» (αυτών που ήταν κλινήρεις).

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το βάπτισμα αυτό της ανάγκης που ήταν έκτακτο γεγονός στη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, το ανύψωσε σε κανονικό της θεσμό από τον 14ον αιώνα. Δε βαπτίζει σε κολυμβήθρα, αλλά ραντίζει την κεφαλή του βαπτιζόμενου με νερό. Το κάνει για πρακτικούς κυρίως λόγους. Τα επιχειρήματα όμως που προσάγει

(η πιθανή κάκωση της υγείας των τρυφερών νηπίων, το γήρας ενδεχομένως των κληρικών, ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες κ.α.) δεν είναι πειστικά, ιδίως μετά τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη της εποχής μας.

Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, ακολουθούσα την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας (αυτό μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, κτίσματα ιδιαίτερα με κολυμβήθρα, όπου γίνονταν οι βαπτίσεις), βαπτίζει τα νήπια. ’λλωστε η λέξη «βάπτισμα», σημαίνει εμβύθιση σε νερό. Την καινοτομία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποδοκιμάζει.



Πότε ένα βάπτισμα είναι κανονικό;


α. Όταν γίνεται από κανονικά χειροτονημένο Ιερέα στο έδαφος της Εκκλησίας.
Τη δυνατότητα τελέσεως κανονικού βαπτίσματος έχουν χάσει οι αιρετικοί και οι σχισματικοί. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας. Μοιάζουν με τα κλαδιά που κόπηκαν από το δέντρο και ξεράθηκαν. Έτσι κι αυτοί δεν έχουν μέσα τους ζωή, την οποία φυσικά δεν μπορούν να μεταδώσουν σε άλλους. Είναι πνευματικά νεκροί.


β. Όταν γίνεται στο όνομα της αγίας και ζωοποιού Τριάδος. Ο όρος αυτός είναι απαράβατος για την κανονικότητα και εγκυρότητα του μυστηρίου. Το βάπτισμα «εις Χριστόν» («όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε») δεν αντικαθιστά το βάπτισμα στο όνομα της αγίας Τριάδος. Σημαίνει απλώς το βάπτισμα στην πίστη του Χριστού, στο λυτρωτικό έργο Του, με το οποίο σώζονται οι πιστοί.


γ. Όταν γίνεται κατά την τυπική ακολουθία της Εκκλησίας. Το βάπτισμα οι Προτεστάντες το δέχονται, παρά την άλλη απέχθεια που τρέφουν προς τα εκκλησιαστικά μυστήρια (αποτελούν εξωτερικά στοιχεία της Εκκλησίας, ενώ αυτοί δέχονται μόνο την αόρατη Εκκλησία), μη τολμώντες να έλθουν σε κατάφωρη αντίθεση προς τη μαρτυρία της αγίας Γραφής.




ΠΗΓΗ:www.apostoliki-diakonia.gr