Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ΔΑΥΙΔ> Ψαλμός 140

140



Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.




ΚΥΡΙΕ, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου· πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σέ. 2 κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή. 3 θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου. 4 μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις σὺν ἀνθρώποις ἐργαζομένοις τὴν ἀνομίαν, καὶ οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν. 5 παιδεύσει με δίκαιος ἐν ἐλέει καὶ ἐλέγξει με, ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὅτι ἔτι καὶ ἡ προσευχή μου ἐν ταῖς εὐδοκίαις αὐτῶν· 6 κατεπόθησαν ἐχόμενα πέτρας οἱ κριταὶ αὐτῶν· ἀκούσονται τὰ ρήματά μου ὅτι ἡδύνθησαν. 7 ὡσεὶ πάχος γῆς ἐρράγη ἐπὶ τῆς γῆς, διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ αὐτῶν παρὰ τὸν ᾅδην. 8 ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί μου· ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, μὴ ἀντανέλῃς τὴν ψυχήν μου. 9 φύλαξόν με ἀπὸ παγίδος, ἧς συνεστήσαντό μοι, καὶ ἀπὸ σκανδάλων τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν. 10 πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί· κατὰ μόνας εἰμὶ ἐγὼ ἕως ἂν παρέλθω.




----------------------------





«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου. έπαρσις των χειρών μου, θυσία εσπερινή»
(Ψαλμ. 140.2)


Η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων αποτελεί, την καρδιά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…» αποτελεί τον κεντρικότερο ύμνο της Προηγιασμένης.

Ψάλλεται, κατά την εκκλησιαστική τάξη, «σεμνά και κατανυκτικά».
Τον συνοδεύει η προσφορά θυμιάματος. Και οι πιστοί προσευχόμαστε γονατιστοί
.

Μια βαθύτερη προσέγγιση του ύμνου αυτού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα βασικά γνωρίσματα της ορθόδοξης προσευχής· ευρύτερα, της ορθόδοξης εμπειρίας, θα λέγαμε.

Όμως, προτού καταπιαστούμε με την ερμηνεία του, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ύμνος αποτελεί ψαλμικό στίχο, τον οποίο για να εξηγήσουμε επιβάλλεται να τον δούμε στα πλαίσια του Ψαλμού στον οποίο ανήκει.

Πρόκειται για τον 140ό Ψαλμό του Δαβίδ , που τον συνέθεσε, όταν- ίσως- τον κατεδίωκε ο Σαούλ. Ο Ψαλμός χαρακτηρίζεται ως εσπερινός, και η αρχαία Εκκλησία τον ονόμαζε «επιλύχνιον», Ψαλμό δηλαδή που είχε θέση και που ψαλλόταν την ώρα που άναβαν τα λυχνάρια.

Ο ποιητής απευθύνεται στο Θεό. Όπως φαίνεται, βρίσκεται μακριά από το ναό και περνά μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και παρακαλεί θερμά ο Θεός να ακούσει τις κραυγές της ικεσίας του, παρακαλεί να ανέβει η προσευχή του, όπως ανεβαίνει ο καπνός του θυμιάματος, και να θεωρήσει την ικετευτική ανύψωση των χειρών του ως εσπερινή θυσία.



«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…»


Η προσευχή, όσο κι αν είναι ενέργεια της ψυχής και κίνηση πνευματική του ανθρώπου, δεν πραγματοποιείται χωρίς το σώμα του. Στο έργο της, στρατεύεται ο όλος άνθρωπος και μαζί με την ψυχή συμμετέχει και συναγωνίζεται και το σώμα. Η γνήσια προσευχή προϋποθέτει την κοινή προσπάθεια τόσο του πνεύματος όσο και του σώματος του ανθρώπου.



Πώς ακριβώς, με ποιούς τρόπους συμμετέχει το σώμα στο έργο της προσευχής;


Ο ψαλμικός στίχος «Κατευθυνθήτω» – ύμνος κεντρικός, όπως είπαμε, των Προηγιασμένων- περικλείει ορισμένα ιδιαίτερης σημασίας στοιχεία, τα οποία απέκτησαν πρωταρχική αξία σε αυτό που ονομάζουμε ορθόδοξη πνευματικότητα, τον τρόπο δηλαδή προσευχής και άσκησης που διαμορφώθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας μας.


Πρώτα-πρώτα ο σωματικός κόπος. Η προσευχή για μας τους Ορθοδόξους δεν είναι διανοητική ακροβασία, ρεμβασμός ή ονειροπόληση, πράγματα που ευνοεί η ευεξία και η ανάπαυση του σώματος. Αντίθετα, σαν κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με το Θεό, προϋποθέτει τον εξαγνιστικό κόπο του σώματος, τη «βία», όπως υπογράμμισε ο Κύριος.


Ό,τι επιδιώκουμε στη χριστιανική μας ζωή δεν αποτελεί απροϋπόθετη δωρεά του Θεού. Απαιτείται προκαταβολικά η θερμή εκζήτηση από μέρους μας· ο διακαής πόθος να επιτύχουμε αυτό που επιθυμούμε.


Και ο πόθος αυτός μεταποιείται σε κόπο και επίμονη προσπάθεια.


«Εάν δεν χτυπήσεις μέσω της προσευχής την πόρτα του Θεού με θερμή διάθεση και δεν παραμείνεις εκεί αγρυπνώντας συνεχώς, δεν θα ακούσει ο Θεός την προσευχή σου», διδάσκει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.


Και σε άλλο λόγο του υπογραμμίζει: «Αυτός που αγαπά το σώμα του (και γι’ αυτό δεν θέλει να το κουράσει με την άσκηση), δεν θα επιτύχει να λάβει τη χάρη του Θεού».


Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος χωρίς να κοπιάσει. Αυτό ισχύει και για την προσευχή.


Κατά τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «τίποτε δεν κάνουμε, χωρίς να συμμετέχει το σώμα μας. Βλασφημούμε με το στόμα, προσευχόμαστε με το στόμα, πορνεύουμε με το σώμα, ζούμε αγνή ζωή με το σώμα. Αρπάζουμε με τα χέρια, δίνουμε ελεημοσύνες με τα χέρια, και με όμοιο τρόπο τα υπόλοιπα».


Ο πρώτος στίχος του 140ου Ψαλμού, στον οποίο, καθώς είπαμε, ανήκει και το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…», είναι το γνωστό «Κύριε, εκέκραξα προς σε…».


Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ η προσευχή του Δαβίδ παρομοιάζεται με κραυγή. Ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί το ρήμα «κράζω». Και η χρήση του δεν δηλώνει απλώς τη σύμπραξη των φωνητικών οργάνων στο έργο της προσευχής, αλλά υπογραμμίζει τη δύναμη και την εσωτερικότητα της προσευχής, γνωρίσματα που βρίσκουν την έκφρασή τους με την κραυγή.


Γι’ αυτό και σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Κραυγή εδώ λέει αυτήν που βγαίνει από μέσα, την οποία γεννούσε η πυρακτωμένη καρδιά και ο συντετριμμένος νους».


Το σώμα εκφράζει τη ψυχή. Ο λόγος ερμηνεύει τον εσωτερικό άνθρωπο. Και η κραυγή των χειλέων μας συχνά έρχεται να διατρανώσει τον πόθο μας· η προσευχή μας να γίνει ακουστή από το Θεό.


Ο λόγος ερμηνεύει τα βάθη της προσευχόμενης ψυχής. Και αυτό γίνεται όχι γιατί το έχει ανάγκη ο Θεός, αλλά ο προσευχόμενος άνθρωπος, που ακόμη και στο έργο της προσευχής ενεργεί σαν ενιαία και αδιάσπαστη υλικοπνευματική οντότητα.


Με την παραγωγή του λόγου και τα όργανα που την υπηρετούν συνδέεται στενά και η λειτουργία της αναπνοής. Και η φυσική αυτή λειτουργία τίθεται συχνά στην υπηρεσία της προσευχής.


Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στην άσκηση της νοεράς ή καρδιακής προσευχής, όπου αναπνοή και επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού καλούνται σ’ ένα μυστηριώδη συντονισμό. «Το όνομα του Ιησού», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «να ενωθεί με την αναπνοή σου και τότε θα γνωρίσεις την ωφέλεια της ησυχίας ».


Και ο Μέγας Αντώνιος λέει : «Τον Χριστό πάντοτε να αναπνέετε και σε αυτόν να πιστεύετε»


Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμβουλεύει «να μνημονεύουμε, να θυμόμαστε και να επικαλούμαστε το όνομα του Θεού περισσότερο παρά να αναπνέουμε».


Το θυμίαμα πάντοτε ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο της προσευχής. Υλικό και αυτό στοιχείο, συνδέεται στενά με δύο από τις αισθήσεις του ανθρωπίνου σώματος, την όραση και την όσφρηση. Ο καπνός του θυμιάματος που ανεβαίνει προς τα πάνω και που βλέπουν τα μάτια μας, συμβολίζει την άνοδο της προσευχής μας στο θρόνο του Θεού. Και η ευωδία που εκπέμπει το προσφερόμενο στη λατρεία ή την προσευχή μας θυμίαμα, και την οποία αισθανόμαστε με την όσφρησή μας, συμβολίζει την ευωδία της χάριτος του Χριστού.


Η προσφορά του θυμιάματος είναι ακόμη και πράξη θυσίας, που και αυτή εκφράζει την προσφορά της ύπαρξής μας στην αγάπη του Θεού· την καθιέρωσή μας, θα λέγαμε.


Προσφέρουμε στο Θεό το θυμίαμα μας «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής» και του ζητάμε να μας «αντικαταπέμψει» τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.


Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προχωρεί πιο πέρα και συμβουλεύει ν’ αναδείξουμε θυμιατήρι το στόμα μας, το οποίο με την προσευχή και τους αγαθούς λόγους θα σκορπά παντού την ευωδία του Χριστού.


«Ας είναι, λοιπόν, θυμιατήρι το στόμα σου και πρόσεχε μήπως αντί για θυμίαμα, το γεμίσεις με κοπριά. Τέτοιοι είναι αυτοί που ξεστομίζουν τα αισχρά και ακάθαρτα λόγια».


Με την προσευχή ο άνθρωπος προσπαθεί ν’ ανυψωθεί, να φτάσει στον ουρανό για να συναντήσει το Θεό και να συνομιλήσει μαζί Του . Η δίψα αυτή, η αναζήτηση του προσώπου του Θεού, εκφράζεται και με την κίνηση και τη στάση των χειρών μας.

Ο Δαβίδ υψώνει τα χέρια του και ζητά από το Θεό να κάνει την «έπαρση» αυτή των χειρών του δεκτή ως εσπερινή θυσία.


Η προσευχή αποτελεί συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Και, όπως σε μια ανθρώπινη συνάντηση τα χέρια μας επιστρατεύονται για να εκφράσουν τα συναισθήματά μας, έτσι και στη συνάντησή μας με το Θεό, τα χέρια μας υψωμένα στον ουρανό εκφράζουν τον πόθο της ψυχής να Τον συναντήσουμε, να Τον αγγίξουμε.


Ταυτόχρονα, τα υψωμένα και ανοιχτά χέρια φανερώνουν την φτώχεια μας· την εξάρτησή μας από την πρόνοια του Θεού και τον πλούτο τον ανέκφραστο των δωρεών Του.


Προσευχή δεν νοείται χωρίς ταπείνωση και χωρίς συντριβή
. Τα δύο αυτά στοιχεία ξεχώρισαν και τήν προσευχή του Τελώνη, που τόσο επαίνεσε και πρόβαλε ο Κύριος (Λουκ. 18,10-14).


Εξωτερικό γνώρισμα της ταπείνωσης και της συντριβής κατά την ώρα της προσευχής είναι και η κάμψη των γονάτων, δηλαδή οι γονυκλισίες. Γι’ αυτό και ενώ ψάλλεται το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…», οι πιστοί κάνουμε τις γνωστές μετάνοιες. Φανερώνουμε έτσι τη συντριβή μας ενώπιον του Θεού. Διαδηλώνουμε ότι έχουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Και παράλληλα διακηρύσσουμε ότι από την πτώση μας στην αμαρτία, μας ανόρθωσε η αγάπη και η φιλανθρωπία του Κυρίου.


Διδάσκει ο Μ. Βασίλειος: « Κάθε φορά που στην προσευχή μας γονατίζουμε και σηκωνόμαστε, αποδεικνύουμε εμπράκτως ότι με την αμαρτία καταπέσαμε στη γη και με τη φιλανθρωπία εκείνου που μας δημιούργησε ανακληθήκαμε στον ουρανό».


Προσευχή χωρίς πνευματικό αγώνα, στον οποίο συναγωνίζονται ψυχή και σώμα μαζί,
δεν επιτυγχάνεται.



Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας.


Μας το αποκαλύπτει ακόμη και η ζωή των Αγίων. Την προσπάθεια τους για προσευχή συνόδευε πάντοτε και η άσκηση του σώματος.


Αναφέρεται στο Γεροντικό πως κάποτε μερικοί μοναχοί ρώτησαν τον αββά Αγάθωνα: «Ποιά αρετή, πάτερ, της μοναχικής πολιτείας είναι που έχει τον περισσότερο κόπο;».

Και ο άββάς απάντησε: «Συγχωρέστε με, αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, όπως ο κόπος του να προσευχηθεί ο άνθρωπος στο Θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι δαίμονες που τον εχθρεύονται θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι από τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται στο καταχθόνιο έργο τους όσο από την προσευχή στο Θεό.

»Και κάθε αρετή της ασκητικής ζωής που θα μπορούσε να επιδιώξει ο άνθρωπος, αν δείξει στην προσπάθειά του εγκαρτέρηση, βρίσκει ανάπαυση. Όμως το έργο της προσευχής ως την έσχατη αναπνοή μας απαιτεί αγώνα
».


Η προσευχή είναι έργο ζωής· η προσευχή απαιτεί ισόβιο αγώνα.

Μια τέτοια προσευχή, αληθινή κοινωνία και ένωση με τον ζώντα Θεό, ας είναι και δική μας επιδίωξη.





(Μητρ. Ν.Σμύρνης, Συμεών. «Στο κατώφλι της Μ. Τεσσαρακοστής»)







ΠΗΓΗ:vatopaidi.wordpress.com

ΔΑΥΙΔ> Ψαλμός 50

50



Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ 2 ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν προφήτην, ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ.




3 ΕΛΕΗΣΟΝ με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· 4 ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. 6 σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 7 ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. 8 ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. 9 ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. 10 ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. 11 ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. 12 καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. 13 μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. 14 ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. 15 διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. 16 ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. 18 ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. 19 θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. 20 ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη ῾Ιερουσαλήμ· 21 τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.





*****************





ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΥ ΨΑΛΜΟΥ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ




Ο 50ός ψαλμός είναι ο πλέον συνήθης ψαλμός που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας, σε όλες τις περιπτώσεις, ιδιαιτέρως κατά τις ημέρες της Μ. Σαρακοστής.Αυτός ο ψαλμός σύμφωνα με την αρχαία παράδοση που υπάρχει γραμμένη στο ψαλτήριο, αποδίδεται στον προφητάνακτα Δαυίδ. Αυτόν τον σπουδαίο βασιλιά.



Κατά σειράν είναι ο δεύτερος βασιλιάς του Ισραήλ, μετά τον Σαούλ. Επελέγη από τον Θεό. Ήταν βοσκός αιγοπροβάτων όταν ο Θεός τον εκάλεσε δια του προφήτου Σαμουήλ, για να τον αναδείξει βασιλιά του Ισραήλ. Ο Δαυίδ είχε το μεγάλο τάλαντο της ποιήσεως και έπαιζε και όργανο, το ψαλτήριο.Το ψαλτήριο είναι όργανο και επειδή τα θρησκευτικά συνοδεύοντο από το όργανο που ελέγετο ψαλτήριο, λέμε ψαλτήριο, ψαλμοί κ.λπ.


Ο ψαλμός αυτός σύμφωνα με την παράδοση, γράφεται μετά από την μεγάλη αμαρτία την οποία διέπραξε ο Δαυίδ, ο οποίος έπεσε στο φοβερό αμάρτημα της μοιχείας.



Κατόπιν τον επισκέπτεται ο προφήτης Νάθαν απεσταλμένος από τον Θεό
και του λέει μία παραβολή:


- Εδώ στην περιοχή μας ήταν ένας πλούσιος που είχε πολλά πρόβατα και ένας άλλος φτωχός είχε μία μικρή προβατίνα. Ο πλούσιος σκοτώνει τον φτωχό και του παίρνει το πρόβατο. Εξοργίζεται ο Δαυίδ και ρωτάει ποιος είναι αυτός και που είναι. Ο Νάθαν του λέει, Βασιλιά μου αυτός δεν είναι μακριά, εδώ είναι, εσύ είσαι.


Η στιγμή είναι συγκλονιστική. Ο Δαυίδ συναισθάνεται βαθύτατα το μέγεθος της αμαρτίας του, την μεγάλη πτώση του. Γεννιόνται ερωτηματικά, πως ο Θεός άφησε αυτόν τον εκλεκτό να πέσει.Ο Θεός δεν υπογράφει συμβόλαιο με τον καθένα μας, εμείς να πηγαίνουμε αντίθετα από το θέλημά Του και αυτός να μας κρατάει από το χαλινάρι.


Όπως λέει η σοφία της Π. Διαθήκης, άφησε τον άνθρωπο ο Θεός να έχει ο ίδιος την πρωτοβουλία να επιλέγει εκάστοτε τον δρόμο του. Τον νόμο του Θεού τον ξέρει, και ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν με κάποια σοβαρότητα να ισχυρισθούν ότι δεν ξέρουν το θέλημα του Θεού σήμερα. Το θέμα είναι πόσοι τον εφαρμόζουμε και αν πάντοτε τον εφαρμόζουμε.


Ο ψαλμός αυτός είναι γραμμένος μέσα από την συντριβή την οποία αισθάνεται ο Δαυίδ. Σ'; αυτό το έξοχο ποίημα δεν έχει εικόνες που φαντάζουν. Οι τόνοι είναι πολύ χαμηλοί, τίποτα δεν είναι περιττό και μας κάνει εντύπωση ότι επανέρχεται στο θέμα της αμαρτίας του, της ικεσίας προς το θείο έλεος να τύχει συγγνώμης, και την σειρά των αιτημάτων τα οποία διατυπώνει, για να μπορέσει να επανέλθει στην προτέρα ευδαίμονα κατάσταση «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» θα πει σε κάποια στιγμή.


Αυτός ο ψαλμός προχωρεί σε βάθος, δεν είναι επιφάνεια. Δεν είναι το «Κύριε, ελέησον» που λέμε πολλές φορές μηχανικά. Δεν κρίνω το Κύριε ελέησον που λέει η Εκκλησία. Κρίνω εμάς που πολλές φορές το λέμε μηχανικά. Το «Κύριε ελέησον» είναι κάτι το συγκλονιστικό, ζητάμε το έλεος του Θεού.


Στην ορθόδοξη Εκκλησία μας που έχει τόση πνευματικότητα, υπάρχει η λεγομένη «ευχή» που την ξέρουμε όλοι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Είναι η σύντομη ευχή που λένε οι μοναχοί, που λέμε και εμείς και που είναι όντως αυτή η επίκληση θαυματουργική, σώζει. Έχω δει ανθρώπους να σώζονται από τα χέρια του διαβόλου τον οποίο βλέπουν χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει, να σώζονται μ'; αυτήν την ευχή.
Σ' αυτήν την ευχή υπάρχει το «Ελέησόν με».


Τόσο συνυφαίνεται με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας ο περίφημος αυτός ψαλμός της μετανοίας «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». «Επί πλείον πλύνον με......ο Θεός ουκ εξουδενώσει».


Ακολουθεί ένα δίστιχο που είναι προσθήκη μεταγενέστερη και αν είμαστε λίγο προσεκτικοί στο κείμενο θα δούμε ότι δεν ταιριάζει στην μελωδικότητα του ψαλμού όπως τελειώνει «Αγάθυνον Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα» ενώ προηγουμένως έλεγε «ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις». «Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους».


Είναι μία προσδοκία της επανόδου στην Γη της Επαγγελίας, μεταγενεστέρα προσθήκη σ'; αυτόν τον υπέροχο ψαλμό. Ο ψαλμός ξεκινάει με το «Ελέησόν με».


Τι σημαίνει η λέξη ελέησον, ο όρος είναι οικείος σε μας από την λέξη ελεημοσύνη.

Ελεημοσύνη είναι ότι κάποιος έχει και στρέφεται σε κάποιον που στερείται και του παρέχει από εκείνα που έχει, κινούμενος από έλεος. Έλεος είναι μία φορά από μέσα προς τα έξω προς τον απέναντί μας. Ο Θεός είναι ο ελεήμων.


Στον 102ο ψαλμό λέει «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος, ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί». Αυτή είναι η σταθερά ιδεολογία της Π. Διαθήκης, η οποία είναι τόσο παρεξηγημένη, γιατί μερικοί έχουν κολλήσει σε μερικά πράγματα δεν μπορούν να τα ερμηνεύσουν και να καταλάβουν και τα απορρίπτουν με πολλή άνεση.


«Ελέησόν με, ο Θεός» εκείνος ο οποίος μπορεί να προσφέρει στον Δαυίδ, σε μένα, σε σας, την άφεση για τις αμαρτίες μας, είναι ο Θεός με το μέγα έλεός του.
Το μέγα έλεος αναφέρεται εδώ για το μέγεθος της αμαρτίας. Δεν είναι ένα απλό έλεος αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στον συνάνθρωπο εξ υποχρεώσεως, αλλά είναι ο αναμάρτητος Θεός, ο Πλάστης, ο Κύριός μας.Εκείνος προς τον οποίο στρέφεται ο αμαρτήσας, στρεφόμαστε εμείς γιατί ποιος είναι αναμάρτητος.


Κάνουμε επίκληση στο μέγα έλεός Του και Του ζητάμε να μας ελεήσει. Την ώρα που λέει αυτά συνειδητοποιεί το μέγεθος του θανασίμου αμαρτήματος.Θυμάται το «ου μοιχεύσεις» τον τρόπο της μοιχείας, θυμάται την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπισε την περίπτωση. Και συνειδητοποιεί ότι ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία να συνέλθει.


Και επικαλείται «το πλήθος των οικτιρμών του» για να «εξαλείψει το ανόμημά του». Έτσι μπαίνει στο νόημα της μετανοίας. Σύμφωνα με την Εκκλησία το νόημα της μετανοίας, με το αντίστοιχο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, είναι ο άνθρωπος να μισήσει την αμαρτία την οποία διέπραξε.


Να αναλάβει πλήρως την ευθύνη «Σοι μόνω ήμαρτον» έχω συνείδηση «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω». Το παράπτωμα του Αδάμ είναι ότι παραπέμπει στον άλλο «η Εύα με ηπάτησεν». Και όταν ερωτάται η Εύα, ο όφις.


Εδώ είναι η συνείδηση της αμαρτωλότητας και του ζητάει να εξαλείψει το ανόμημά του, να το σβήσει.


Η πεμπτουσία της μετανοίας είναι να επανέλθει ο άνθρωπος στην προτέρα κατάσταση, στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Και αυτό είναι κάτι που είναι χάρις του Θεού. Αλλά για να έλθει η χάρις πρέπει και ο άνθρωπος να κάνει ένα μικρό βήμα.


Ο ψαλμός βοηθά σ'; αυτό το μικρό βήμα, να κινηθεί ο άνθρωπος προς τον Θεό και να ζητήσει το θείο έλεος. Και του ζητάει αυτό που επιτυγχάνεται με την μετάνοια, του ανομήματος του οποιουδήποτε ανομήματος.


Πόσο ειλικρινής, πόσο βαθιά είναι η μετάνοια, τόση μεγάλη είναι η χάρις του Θεού. Διότι ο Θεός επιβλέπει επί την ταπείνωσιν των ανθρώπων και εξαλείφει, δηλαδή δεν αφήνει ίχνος, δεν αφήνει ουλή από το τραύμα.


Και περισσότερο «πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με». Και την ανομία μου την γνωρίζω, «και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός». Όσο σκέπτομαι την αμαρτία μου, τόσο δεν φεύγει από τον νου μου, συνειδητοποιώ το μέγεθος της αμαρτίας, αλλά ευτυχώς δεν μένω εκεί μόνο, κάνω το βήμα προς Εκείνον που είναι η πηγή του ελέους.

Εάν μείνω στην συνείδηση της αμαρτίας, δύο πράγματα μπορεί να συμβούν. Να με κατακυριεύσει ο διάβολος ο οποίος περιμένει ν΄ απελπιστώ, πράγμα που δεν παθαίνει ο Δαυίδ. Αν απελπισθώ θα το πάρω απόφαση και θα επαναλάβω. Τώρα εγώ δεν μπορώ να διορθωθώ, μ'; αυτά που έχω κάνει δεν σώζομαι.


Το βλέπουμε αυτό στον καθημερινό βίο σε όλα τα επίπεδα. Το δεύτερο είναι να μας καταλάβει αλλιώς ο διάβολος.

Σας αναφέρω τον διάβολο διότι περιμένει πάντοτε. Συνήθως ο διάβολος περιμένει στην πόρτα της Εκκλησίας. Εκεί αγριεύει περισσότερο, εκεί που ο άνθρωπος νομίζει ότι έχει ασφάλεια και αρχίζει και αποκτά μια περίεργη αυτοπεποίθηση, εκεί τον περιμένει ο δαίμονας. Το ξέρουμε αυτό. Και λέμε κατόπιν, πως το έκανα εγώ αυτό το πράγμα.

Πως το έκανα εγώ, υπεισέρχεται το εγώ. Μετατίθεται το αμάρτημα, γίνεται αμάρτημα προς εμέ και όχι ενώπιον του Θεού. Πως εγώ το έκανα αυτό. Όταν δεν έχουμε μεταθέσει σε τρίτους την αμαρτία μας. - Εγώ δεν έφταιγα αλλά οι συνθήκες κ.λπ. Είναι συνηθισμένα πράγματα αυτά. Και είναι πολύ καλός σύμβουλος σ'; αυτά ο διάβολος να δίνει δικαιολογίες.


Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο πράγμα με τον Δαυίδ.Ο Δαυίδ είχε συνείδηση του εγκλήματός του. «Σοι μόνω ήμαρτον». Αυτό το σοι αντιπαρατίθεται στο εγώ. Πως έπεσα εγώ! «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα». Σε σένα μπροστά έκανα το πονηρό. Ο οφθαλμός του Θεού βλέπει κατάματα. Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός; Γιατί κατέβηκε και σταυρώθηκε, για να κρατήσουμε την ελευθερία μας.

Για να είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε, με τον Θεό ή χωρίς τον Θεό, ή και εναντίον του Θεού. «Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί με». Και έτσι δικαιώνεται ο νόμος και αν ήθελα κριθώ από εσένα θα νικούσες.


Σε άλλη περίπτωση: «Εάν ανομίες παρατηρήσεις Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται»; και αλλού πάλι «ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων». «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Δεν είναι κάποια αμαρτωλή σύλληψη. Σ'; αυτό αντιπαρατίθεται ότι ο Θεός αγαπά την αλήθεια και ότι αποκαλύπτει «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας» στον προφήτη του, αλλά και σε μας. Δεν γνωρίζουμε τον νόμο του; Δεν γνωρίζουμε το θέλημά του; Το ευαγγέλιό του;


Μας απέστειλε προφήτες, μας εδίδαξαν οι Γραφές του, ήρθε ο ίδιος και ενηνθρώπισε και σταυρώθηκε.Κατόπιν έστειλε τους αποστόλους για να κηρύξουν και να εμπεδώσουν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, ώστε να μην υπάρχει δικαιολογία.


«Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι» ο ύσσωπος είναι ένα φυτό, σαν το δικό μας τον βασιλικό ή το δεντρολίβανο που το χρησιμοποιούμε για θρησκευτικούς λόγους. Είναι εικόνα που χρησιμοποιεί για τον εξαγίασμό.

«Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Να προσέξουμε γιατί ο διάβολος βάζει πολλές φορές την αμφιβολία αν όντως ο Θεός συγχώρησε το αμάρτημά μας. Όλα αυτά που θα κάνουν τον άνθρωπο πάνλευκο σαν χιόνι είναι αγαλλίαση ευφροσύνη και θα φθάσει η αγαλλίαση μέχρι «τα οστά τα τεταπεινωμένα».

Τα οστά χρησιμοποιούνται εδώ για τον έσω άνθρωπο. Αυτή η αγαλλίαση φθάνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής.Πάλι επανέρχεται ο προφητάναξ και βλέπει κανείς την συνείδηση της αμαρτωλότητας, αλλά και κάτι άλλο πολύ μεγάλο και πολύ σπουδαίο, το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού.

Ενώπιον του Θεού ο άνθρωπος είναι τίποτα. Και όμως χάριν αυτού του τίποτα που νομίζουμε, ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε γι'; αυτό το τίποτα. Για να το αναδείξει σ'; αυτό που εκείνος έπλασε «εις το καθ'; ομοίωσιν επανάγαγε» όπως λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία.


«Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον».


Στρέψε το πρόσωπό σου εσύ ο Πανάγιος από μένα, και εξάλειψε πάσας τας ανομίας μου.
Εκείνο που θέλει ο άνθρωπος και έχει ανάγκη είναι η «καρδία καθαρά κτίσε μέσα μου, και πνεύμα ευθές».


Αυτήν την ευθύτητα του πνεύματος που δεν κάνει και δεν ακολουθεί γυριστά δρομάκια, αλλά προχωρεί στην ευθεία. Τι σημασία έχει η καθαρά καρδιά; Θα θυμόμαστε ότι ένας από τους μακαριστούς του Κυρίου είναι «Μακάριοι, οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Άνθρωπος που δεν έχει καθαρή καρδιά δεν θα δει Θεού πρόσωπο. Όχι μόνο εκεί, αλλά εδώ.


Ο λαός μας, λέει δεν είδα Θεού πρόσωπο. Και ξέρουμε αυτές τις στιγμές που έχουμε μία λάμψη του θείου μέσα μας, στην καρδιά μας. Και την έχουμε αυτή την λάμψη όταν με την βοήθειά Του και την χάρι Του, καθαρίζουμε την καρδιά μας, αφήνουμε τον Θεό να την καθαρίσει με το μυστήριο της εξομολογήσεως.Τότε βλέπουμε του Θεού το πρόσωπο.


«Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ'; εμού». Αυτή η απόρριψη από το πρόσωπο του Θεού, είναι η ικεσία μας. Απόστρεψε το πρόσωπό σου από τις αμαρτίες μας και μην απορρίψεις εμάς από το πρόσωπό σου. Ο Παράδεισος είναι το να έχω θέα του Θεού και η πρόγευση για τους δικαίους αρχίζει από εδώ.


Μέσα στον πόνο, μέσα στην κατ'; άνθρωπον δυστυχία πολλές φορές, λάμπει το φως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου, και βλέπει του Θεού το πρόσωπο.


«Απόδος μοι την αγαλλίασιν ΄του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Ηγεμονικόν σημαίνει να ηγείται το πνεύμα σε όλο το είναι. Να μην κυριαρχούμαι από τα πάθη, αλλά το πνεύμα μου που στρέφεται προς σε και καθαγιάζεται από εσένα και το Άγιό σου Πνεύμα, να ηγεμονεύει σ΄όλο μου το βίο.


Τώρα κάνει ένα τάμα. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Το να φέρεις κάποιον στον δρόμο του Θεού, όχι να τον σύρεις, όχι να τον προκαλέσεις, όχι να του πεις ότι είναι αμαρτωλός, γιατί έτσι θα τον διώξεις. Αλλά με την αγάπη σου και την ταπεινοφροσύνη σου, να τον προσεγγίσεις, να τον σαγηνεύσεις.

Όχι με την σαγήνη των λόγων και των τρόπων, αλλά με των έργων σου των καλών το παράδειγμα.Αυτό υπονοεί εδώ, ότι θα ζήσω ένα βίο τέτοιο Θεέ μου, ώστε να μπορέσω να φέρω ανθρώπους εις μετάνοια «Ρύσαι εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου». Ο Θεός αποκαλείται Θεός της σωτηρίας «αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου».


Η δικαιοσύνη του Θεού είναι αγαλλίαση και να το λές ακόμη. «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις» εσύ ν'; ανοίξεις τα χείλη μου για ν'; αναγγέλει το στόμα μου την αίνεσίν σου. Αν ήθελες θυσία θα σου έδινα. «Ολοκαύτωμα ουκ ευδοκήσεις». Αλλά εσύ δεν θέλεις ολοκαυτώματα. Και τώρα το άκρον άωτον, ο ύψιστος βαθμός της πνευματικότητας της Π. Διαθήκης.


«Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον» το μυστικό της Αγίας και Μ. Τεσσαρακοστής. Η συντριβή του ανθρώπου για όσα έκανε. Για όσα δεν έκανε σωστά και καλά. Γι'; αυτό που είναι και γι'; αυτό που δεν είναι, που θέλει ο Θεός να είσαι. «Θυσία τω Θεώ». Ο Θεός λογίζει ως θυσία το πνεύμα το συντετριμμένο, αυτό που λέμε εμείς κατάνυξη.





Ο ψαλμωδός κλείνει αυτόν τον περίφημο ψαλμό με την κατάνυξη και την ταπείνωση.
Τις δύο σπουδαιότατες αρετές που συνιστούν τον πνευματικό άνθρωπο. Όχι τα πτυχία, όχι οι καθηγεσίες στα Πανεπιστήμια, ούτε οι Ακαδημίες, ούτε τα πολλά διπλώματα, αλλά το πνεύμα το συντετριμμένο και η ταπεινοφροσύνη, είναι εκείνα που ανεβάζουν τον άνθρωπο.



Ο ψαλμός αυτός ας είναι μία αφορμή να αναθεωρήσουμε τον μέχρι τούδε βίο μας και να κάνουμε από σήμερα μία νέα αρχή.Με την χάρι του Θεού, με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο.



ΠΗΓΗ:orthodox-world.pblogs.gr

Προσευχή> Εξομολογητική

""Κύριε, μη παραβλέψεις την αμαρτωλή ψυχή μου,

που ζεί μέσα στην αμαρτία,

σε χρειάζομαι περισσότερο

απο κάθε άνθρωπο της γής.



είμαι χειρότερος απο κάθε λογικό όν,

και φέρομαι ανόητα

που δεν γνωρίζω

το καλό της ψυχής μου.



Τρέξε στη δυστυχία της ψυχής μου,

διότι είμαι κυριευμένος

απο πολλά πάθη

που δεν τα βλέπουν

οι άνθρωποι εύκολα,

κρύβομαι απο τους άλλους

αλλά εγώ ο ταλαίπωρος

δεν μπορώ να κρυφτώ

απο το άγρυπνο μάτι

της κρίσεως Σου.



Κύριε ,

βοήθησέ με και σώσον με,

τον αδιάντροπο

και εραστή των παθών.



Κύριε η ραθυμία μου

με καταβάλλει σε κάθε αμαρτία

και γίνομαι πρόθυμος

σε κάθε πειρασμό.

που με χλευάζουν ακόμη

και οι δαίμονες

για την αθλιότητα μου.



Κύριε, ελέησόν με!


Κύριε, ταπείνωσέ με!

για να σωθώ.



Κύριε, ταπείνωσέ με

για να μετανοήσω ειλικρινά.

Κύριε, σώσέ με

απο κάθε υπερηφάνεια,

θυμό, κακία, φθόνο

και περιέργεια.



Κύριε, σκέπασέ με

με τη φιλανθρωπία Σου

και καθοδήγησέ με

στο δρόμο των εντολών Σου.



Κύριε, νιώθω τόσο ανίσχυρος,

σαν σκουλίκι,

που εύκολα μπορούν

να το πατήσουν οι άνθρωποι

για να το λιώσουν.



Κύριε
, σώσόν με.

Κύριε, δέξου τα δάκρυα της μετανοίας μου

ώστε να κατανοήσεις

ότι ζητώ ευσπλαγχνικά

το θείο έλεος Σου.



Κύριε
,

έχω μοιάσει του φαρισαίου

και γεμάτος έπαρση,

νομίζω ότι έχω επιτύχει

κάτι στη ζωή μου.



Ψυχή μου,

πόσο σκοτεινή είσαι,

που δεν βλέπεις

ούτε το έλεος του Θεού μέσα σου,

γίνεσαι άχάριστη και αναιδής

στις τόσες ευλογίες του Θεού.



Ψυχή μου,

πόσο τυφλωμένη είσαι,

απο τα ακάθαρτα πάθη

και δεν εξετάζεις τον εαυτό σου

για να έρθεις σε μετάνοια.



Ψυχή μου,

πόσο αναίσθητη γίνεσαι,

που ούτε φοβάσαι το Θεό,

κάνεις τα πάντα χωρίς ντροπή.



Ψυχή μου,

πόσο εύκολα κατρακυλάς

μέσα στο βάθος των αμαρτιών σου,

και δεν σταματάς ν’αμαρτάνεις.



Ψυχή μου,

σε παρακαλώ σταμάτα λίγο,

και κοίτα το Σταυρό του Κυρίου,

που για σένα σταυρώθηκε.



Ψυχή μου.

σήκω και μετανόησε με δάκρυα

που να βρέχουν τη γή

για την αδικία που προσφέρεις

στον εαυτό σου.



Ψυχή μου,

ταπεινώσου σαν τον ληστή,

την πόρνη και τον άσωτο υιό,

και γίνε τυφλός στα πάθη.

Η αμάθεια σου δεν έχει όρια,

διότι όλο σκοντάφτεις και πέφτεις.



Ψυχή μου,

μετανόησε, δάκρυσε, ταπεινώσου

και φύγε απο το σκοτάδι της αμαρτίας

και πήγαινε στο φώς των αρετών

στο φώς των εντολών του Θεού.



Κύριε,

άπειρη η Σοφία Σου

για τον αμαρτωλό δούλο Σου,

που δεν παύεις

να με ελεείς

να με συγχωρείς,

να με φωτίζεις

και να με θερμαίνεις

με τη Θεία Αγάπη Σου,

για να νοιώσω την αθλιότητά μου

ενώπιον της άπειρης αγαθότητός Σου.

της θείας παντοδυναμίας Σου.



Κύριε,

σε υμνώ και σε δοξάζω

που με δέχεσαι τόσο αμαρτωλό

και δείχνεις τη φιλεύσπλαγχνία Σου

χωρίς να με δικάσεις

με τη δικαιοσύνη Σου.



Κύριε,

παρά τη μεγάλη αμαρτωλότητά μου

έχεις γίνει πλέον

η τροφή της ψυχής μου,

που ευφραίνομαι με την ουράνια χάρη Σου.



Κύριε
,

ενώ εσύ με τρέφεις

εγώ ο άθλιος

δεν φυλάττω τις εντολές Σου

και το νοιώθω

διότι με ελέγχει η συνείδήσή μου

για τις αμαρτίες μου.



Ψυχή μου,

που είναι η θυσία σου στον ευεργέτη σου;

που είναι η καθαρή προσευχή σου;

που είναι η ταπεινή νηστεία σου;

που είναι η αγάπη σου για το Θεό;

Ζείς για τον εαυτό σου

χωρίς να προσφέρεις

τίποτα στο Θεό.



Ψυχή μου,

οι λογισμοί σου είναι ακάθαρτοι,

τα λόγια σου υπερήφανα,

ενώ οικοδομείς άλλους

εσύ μένεις ερηπωμένη

και γκρεμισμένη,

τίποτα καλό δεν έχεις παρουσιάσει στο Θεό.



Ψυχή μου,

πόσο άδεια είσαι απο αρετές!

πόσο αμέλεια σε κυβερνά!

που είναι η καθαρότητά σου;

που είναι η αγνότητά της σκέψεως σου;

Ζείς για τον κόσμο.

Ζείς για τον εαυτό σου.

Μετανόησε και κλάψε

για τις αμαρτίες σου.



Ψυχή μου,

εξομολογήσου ειλικρινά

στο Θεο του ελέους,

χωρίς να κρύψεις τίποτα

για να δεχθείς

τη λυτρωτική θεία χάρη Του,

να σε σκεπάζει πλούσια,

ώστε κεκαθαρμένη πλέον

να ζείς, δοξάζοντας το Θεό.



Κύριε μου,

εσύ που δέχθηκες

τόσους μετανοημένους αμαρτωλούς,

δέξου και τη δική μου μετάνοια,

προσπίπτω στα ευσπλαγχνικά πόδια σου,

και σε ικετεύω με δάκρυα ελέησόν με,

συγχώρεσόν με και σώσόν με.



Κύριε,

διώξε κάθε απρεπή φαντασία,

κάθε θυμό και οργή

και ντύσέ με με στολή φωτεινή

σαν των αγγέλων

και να σε υμνώ.



Ψυχή μου,

τι έχεις να απολογηθείς

την ώρα της κρίσεως σου,

που τα πάντα θα είναι

γνωστά στο Θεό.

Σκέψου την αιώνια ζωή.

Μετανόησε.

Λυπήσου τον εαυτό σου.



Κύριε,

κράζω και φωνάζω

μ’όλη την ψυχή μου

ελέησόν με τον αμαρτωλό.

Όλο το σώμα μου αναταράζεται

απο λυγμούς μετανοίας

και ζητώ το μέγα έλεος σου.

Σε ικετεύω ελευθέρωσέ με

απο τις αμαρτίες μου.



Κύριε,

κοίτα τη λύπη της ψυχής μου,

την ειλικρινή μετάνοια μου

και ελέησόν με.



Κύριε,

κοίτα την ταπείνωσή της ψυχής μου,

τα δάκρυα της μετανοίας μου,

και άκου τη φωνή της καρδιάς μου,

που φωνάζει:Ελέησόν με!



Κύριε, κοίτα το πλανεμένο πρόβατο σου

και σώσέ το, ως καλός ποιμένας.



Κύριε,

ελέησόν με,

σώσόν με
.



Κύριε,

θεράπευσέ τις πληγές της ψυχής μου

με το φάρμακο του ελέους Σου.



Ψυχή μου,

προσεύχου κατανυκτικά.

νήστευε με αρετή,

αγρύπνα καθημερινά,

έχοντας καρδία συντετριμμένη

και πνεύμα ταπεινώσεως,

λέγοντας :

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με,

τον αμαρτωλόν
.



Αμήν""...



Πηγή: www.gerontas.com

Μετανοούντες> Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ

ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ



Ο όσιος Νήφων (4ος αιώνας), επίσκοπος Κωνσταντιανής της εκκλησίας Αλεξανδρείας, μετά από μία ταραγμένη και άσωτη νεανική ζωή, μετανόησε πολύ βαθιά, ευαρέστησε το Θεό με σκληρές ασκήσεις, πνευματικούς αγώνες και ενάρετη πολιτεία, αξιώθηκε θεϊκών χαρισμάτων και αποκαλύψεων και, τέλος, χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντιανής της Αιγύπτου, όπου διακρίθηκε για την αγιοπρεπή ποιμαντορία του.Θα παρουσιάσουμε μία σειρά από αποσπάσματα του βίου του προς ψυχική ωφέλεια μας.




Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


“Συνήθιζα να τον επισκέπτομαι συχνά. Μία μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα να διαβάζει. Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε να ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για να ακούσω λόγο ψυχωφελή απ’ το στόμα του. Γι’ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη του και να μου μιλήσει για τη μετάνοια.

Χωρίς να πολυσκεφτεί, μου λέει:

- Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή αμάρτησε.

Ξαφνιάστηκα. Μ’ όλο μου το σεβασμό απέναντί του, τόλμησα να αντιδράσω.

- Δηλαδή, καταπώς λες, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει κρίση;

Χαμογέλασε αινιγματικά.

- Υπάρχει και παραϋπάρχει!

- Τότε ποιος θα κριθεί;

- Άκου, παιδί μου, να σου το εξηγήσω: Δεν κρίνει ο Θεός το χριστιανό γιατί αμαρτάνει, αλλά γιατί δεν μετανοεί. Το ν’ αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί, είναι ανθρώπινο. Το να μη μετανοεί, όμως, είναι γνώρισμα του διαβόλου και των δαιμόνων του. Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, θα κριθούμε: Γιατί δεν ζούμε συνεχώς μέσα στη μετάνοια.

Και παίρνοντας αφορμή από την συζήτησή μας εκείνη, μου διηγήθηκε με πολλή ενέργεια ένα θαυμάσιο γεγονός, που, ακούγοντάς το και μόνο, τα χάνει κανείς με την άφατη φιλανθρωπία του Κυρίου.

Λίγο καιρό αφότου η χάρη του Θεού τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στη μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σε μία περιοχή, που λέγεται “του Αρίσταρχου”, και αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ξαφνικά, από μία εσωτερική παρόρμηση, λέει στον εαυτό του:

- Σήκω, αμαρτωλέ Νήφων, και πήγαινε στην εκκλησία, να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου στο Θεό. Δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο. Βιάσου, λοιπόν! Κουράστηκε να σε προσμένει εκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τη μετάνοιά σου.

Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο ναό. Λες κι είχαν φτερά τα πόδια του. Στάθηκε στα πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ανατολικά, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι έκραξε με στεναγμούς:

- Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό, πού ‘χασε την ψυχή του.

Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών, τον βλάσφημο και τον πονηρό, τον αδιάντροπο και τον αισχρό, τον μολυσμένο και στο σώμα και στην ψυχή. Δέξου με, τον βυθισμένο σ’ όλες τις δαιμονικές κακίες. Ελέησέ με, τον μοιχό, τον πόρνο και τον παιδοφθόρο, τον κλέφτη και τον παραβάτη, της αμαρτίας το σίχαμα.

Ελέησέ με, του ελέους η πλούσια κι αστείρευτη πηγή. Μην αποστρέψεις από μένα το πρόσωπό Σου τ’ αγαθό. Μην πείς, Δέσποτα: “Ποιός είσαι τάχα; Δεν σε ξέρω!” Μην πείς: “Που ήσουνα ως τώρα;” Μη με περιφρονήσεις, τον καπνό, το χώμα, τη σαπίλα, τη ντροπή, το σίχαμα, την ανομία, το σκουπίδι, των πονηρών το λάφυρο και των θνητών το σκάνδαλο. Μη μ’ αποστέρξεις, Δέσποτα. Έλεος δείξε, σώσε με! Το ξέρω δα, φιλάνθρωπε, ότι δεν θέλεις το χαμό του αμαρτωλού, μα την επιστροφή και την σωτηρία του. Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με ελεήσεις! Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με βοηθήσεις!…

Δεν είπε μόνο αυτά, μα και πολλά άλλα, με την ψυχή φαρμακωμένη…

Ξάφνου, μία βροντή ακούστηκε απ’ τον ουρανό, κι ένα φως, ακτινωτό και φοβερό, έλαμψε. Κι εκείνο το φως έγινε σαν αγκαλιά, που έκλεισε μέσα της τον όσιο και τον ασπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μιά γλυκειά, ουράνια φωνή ακούστηκε να λέει:

- Καλώς όρισε ο γιός μου! Καλώς το, το παιδί μου, το πικραμένο μου! Ξαναζωντάνεψε το παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε το χαμένο μου. Πως αναστέναζα, γιέ μου, για σένα! Πως καιγόταν η καρδιά μου κι αδημονούσε και έλεγε: “Να, ώρα την ώρα θα γυρίσει. Κι αν όχι το πρωί, σίγουρα όμως ως το βράδυ…”. Πως μ’ έλιωνε η έγνοια σου!…Χαρά σ’ εμένα τώρα, που φωτίστηκαν τα μάτια σου, ξανάνιωσε η ψυχή σου, και από μόνος σου πιά θα μ’ ομολογείς χωρίς δισταγμό!

Με τα λόγια αυτά τον ασπάσθηκε πάλι και χάθηκε στον ουρανό. Κι ο δίκαιος, απ’ τη γλυκύτητα του ασπασμού, έπεσε σαν σε έκσταση.

Μόλις συνήλθε λίγο, άλλο τίποτε δεν μπόρεσε να κάνει ή να πει, παρά μόνο να ψελλίσει:

- Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι!

Και πάλι:

- Δόξα Σοι, ο Θεός!…

Το έλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, με την καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκή ευωδία και το στόμα ξέχειλο από μέλι πνευματικό.

........................

Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από εκείνο τον ανέκφραστο ασπασμό. Ύστερα κίνησε για το κελλί του σαν χαμένος απ’ την έκσταση, που του προκάλεσε η θεϊκή επίσκεψη. Από τότε, καθώς έλεγε, με πολλή ευκολία και προθυμία βάδιζε στο δρόμο του Θεού.

Αυτό το παράδοξο και σχεδόν απίστευτο θαύμα το άκουσα – μάρτυράς μου ο Θεός! – από το ίδιο το στόμα του οσίου! Μου το διηγήθηκε με δάκρυα και δέος, αλλά και χαρά πνευματική. Γιατί συνήθιζα να του ζητάω επίμονα να μου διηγείται διάφορα περιστατικά από τη ζωή του. Κι επειδή με αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν μου έκρυβε τίποτα.

Σαν έφτασε λοιπόν στο κελλί του, το ίδιο εκείνο βράδυ, πυρπολημένος από θείο πόθο, άρχισε πάλι να προσεύχεται:

- Θεέ μου, Θεέ μου, Συ που τον ουρανό “εξέτεινας ως δέρριν” και που τον καταστόλισες με τ’ άστρα, με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη, κι εμένα καταστόλισε με κάθε αρετή αντί για αστέρια.

Το νού μου φώτισε με τ’ Άγιο Σου Πνεύμα, αντί για ήλιο. Το είναι μου πλημμύρισε με τη σοφία Σου, αντί για σελήνη. Με την πραότητα, την οσιότητα και τη δικαιοσύνη αντί για νέφη τύλιξέ με.

Περίζωσε τη μέση μου με την αλήθειά Σου. Τα πόδια μου ετοίμασε για το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης σου.

Θεέ μου, Θεέ μου, Συ που ξεχύνεις πλούσιο στην πλάση τον αέρα για ν’ αναπνέουν οι άνθρωποι και να ζωογονούνται, ξέχυσε πλούσια μέσα μου τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου και ζωοποιού Σου Πνεύματος.

Κάνε με ολόκληρο θεόμορφο, ολόφωτο και καθαρό, σεμνό και πράο, γεμάτο χάρη και αλήθεια, γεμάτο γνώση και σοφία πνευματική.

Με τα τελευταία τούτα λόγια, έλαμψε και πάλι φως ουράνιο. Την ίδια στιγμή του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, κρατώντας ένα δοχείο γεμάτο μύρο. Όλο εκείνο το μύρο του το άδειασε στο κεφάλι. Από εκεί κύλησε και μούσκεψε όλο του το σώμα. Ο τόπος πλημμύρισε ευωδία…

Τα ρούχα του μοσχομύριζαν αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε τους άλλους ν’ απορούν. Μερικοί ξεθάρρεψαν και τον ρώτησαν:

- Από τι είναι αυτή η ευωδία;

Μα εκείνος απαντούσε:

- Εγώ είμαι από τα γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στις αμαρτίες. Αυτό το γνωρίζω καλά. Όσο για την ευωδία, δεν ξέρω από τι είναι…

.................................


Κάποια μέρα δίνοντας μου συμβουλές μου είπε μεταξύ άλλων:

- Πρόσεχε πολύ, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία με τους άλλους χριστιανούς. Να μη γελάς, να μη μιλάς, να μη σχολιάζεις τους άλλους και να μην ψάλλεις κενόδοξα, κομψεύοντας τη φωνή σου από ανθρωπαρέσκεια.

- Μα είναι άραγε αμαρτία, να κάνει, κανείς όσα είπες; τον ρώτησα επίτηδες, για να τον αναγκάσω να μου πει περισσότερα.


- Άκουσε, παιδί μου. Πάνω απ’ τους ανθρώπους, που στέκονται στην εκκλησία, βρίσκονται πολύ περισσότεροι άγγελοι και ψάλλουν αόρατα μαζί τους. Αν όμως κάποιος από το εκκλησίασμα αρχίζει να χωρατεύει ή να κουτσομπολεύει ή να συζητάει για βιοτικές υποθέσεις, οι άγγελοι, που τον βλέπουν, αφήνουν την υμνωδία και πιάνουν τη θρηνωδία για την κατάντια του, λέγοντας: “Αχ, πως αιχμαλωτίστηκε έτσι η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στην εκκλησία με τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ο Θεός έσκυψε απ’ τα ουράνια για ν’ ακούσει προσευχή ταπεινή και λόγια παρακλητικά, κι αντί γι’ αυτά ακούει αστεία και κουτσομπολιά”.


Τα λόγια του με τρόμαξαν. Από τότε, αν ποτέ μου ξέφευγε στην εκκλησία κανένας μάταιος λόγος, τα θυμόμουνα και ντρεπόμουνα τους αγγέλους του Θεού.


Κάποια μέρα δίνοντας μου συμβουλές μου είπε μεταξύ άλλων
:


- Πρόσεχε πολύ, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία με τους άλλους χριστιανούς. Να μη γελάς, να μη μιλάς, να μη σχολιάζεις τους άλλους και να μην ψάλλεις κενόδοξα, κομψεύοντας τη φωνή σου από ανθρωπαρέσκεια.

- Μα είναι άραγε αμαρτία, να κάνει, κανείς όσα είπες; τον ρώτησα επίτηδες, για να τον αναγκάσω να μου πει περισσότερα.



- Άκουσε, παιδί μου. Πάνω απ’ τους ανθρώπους, που στέκονται στην εκκλησία, βρίσκονται πολύ περισσότεροι άγγελοι και ψάλλουν αόρατα μαζί τους. Αν όμως κάποιος από το εκκλησίασμα αρχίζει να χωρατεύει ή να κουτσομπολεύει ή να συζητάει για βιοτικές υποθέσεις, οι άγγελοι, που τον βλέπουν, αφήνουν την υμνωδία και πιάνουν τη θρηνωδία για την κατάντια του, λέγοντας: “Αχ, πως αιχμαλωτίστηκε έτσι η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που στέκεται μέσα στην εκκλησία με τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεού, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ο Θεός έσκυψε απ’ τα ουράνια για ν’ ακούσει προσευχή ταπεινή και λόγια παρακλητικά, κι αντί γι’ αυτά ακούει αστεία και κουτσομπολιά”.



Τα λόγια του με τρόμαξαν. Από τότε, αν ποτέ μου ξέφευγε στην εκκλησία κανένας μάταιος λόγος, τα θυμόμουνα και ντρεπόμουνα τους αγγέλους του Θεού.


............................


ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ



Ο όσιος διατηρούσε πάντα ταπεινό φρόνημα, και μ’ αυτό εξουδετέρωνε την έπαρση και την κενοδοξία. Συχνά μάλιστα παρακαλούσε το Θεό:


- Κύριε και Θεέ μου, Εσύ που την αγία Σου Μητέρα ανέδειξες πιο σεβαστή απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις,

συγχώρεσε τις αμαρτίες μου με τις ευχές αυτής της πολυέραστης Παρθένου, και διώξε μακριά μου κάθε

ρύπο – πορνεία και μοιχεία και καταλαλιά, φθόνο και ζήλεια και οργή, πικρία και ακηδία, περηφάνεια

και κενοδοξία, φυλαργυρία και ασπλαχνία, φιλονικία, διαμάχη και έχθρα, πύρωση σάρκας, πώρωση

ψυχής, γαστριμαργία, μέθη, πονηρή επιθυμία και, τέλος, την επιορκία και των ανθρώπων την πικρότατη

και άδοξη δόξα.

Ναί, Θεέ μου, διώξε τα όλα τούτα μακριά μου και κάνε τους ανθρώπους να με περιφρονούν και να μ’ αποφεύγουν

σα σίχαμα. Να μη βρεθεί στη γη, φιλάνθρωπε, μητ’ ένας που θα πει πως είμαι άγιος, για να μη καταδικαστώ,

Κύριέ μου, εξαιτίας του. Λύτρωσέ με από τη δόξα των ανθρώπων, φιλάνθρωπε! Λευτέρωσέ με από την

ανθρωπαρέσκεια, εύσπλαχνε!




Τέτοιες προσευχές έκανε, και περνούσε τη ζωή του με πολλή ταπείνωση.

Μία μέρα είχε επισκέπτες – ήμουνα και εγώ εκεί – και τους μιλούσε για την κενοδοξία και την ταπείνωση. Μετά την αναχώρηση των ξένων λοιπόν τον ρωτάω:

- Για ποιό λόγο, πάτερ μου, στυλώνεις το βλέμμα σου στη γη, όταν κάποιος σου βάζει μετάνοια;

Και εκείνος μου αποκρίνεται:

- Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου, αλλά όταν κάποιος μου βάζει μετάνοια, την ίδια στιγμή εγώ κατεβαίνω με το νού μου στον άδη, και κάθομαι εκεί μέχρι που να σηκωθεί ο άλλος. Και όταν εκείνος σηκωθεί, τότε μονάχα σηκώνομαι κι εγώ και τον κατευοδώνω. Ειμ’ άξιος εγώ, ένας βρωμερός σκύλος, ένα συντρίμμι σώματος και ψυχής, να πέφτουνε στα πόδια μου τα τέκνα του Θεού;

Με τόσο θαυμασμό άκουσα την απόκρισή του, που μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός κι ένα αυθόρμητο “Κύριε, ελέησον!”.

- Γιατί θαυμάζεις; μου είπε. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.

- Μα εγώ δεν ξέρω πως να κατεβαίνω στον άδη.

- Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον άδη, τότε μπές νοερά κάτω απ’ τα πόδια του αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, λέγε τουλάχιστον: “Εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος απ’ όλους τους ανθρώπους”. Αν ούτε κι αυτό μπορείς, τότε καταδίκαζε και εξευτέλιζε τον εαυτό σου. Αν και τούτο σου φαίνεται βαρύ, σκύβε το κεφάλι σου στη γη και λέγε: “Γη ειμι και εις γην απελεύσομαι”. Το βρίσκεις δύσκολο ακόμα και αυτό; Λέγε λοιπόν ακατάπαυστα τον θείο λόγο: “Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσον με”.


...........................


Το παράκατω κείμενο, που προέρχεται από το βίο του Αγίου Νηφωνος, είναι τόσο επίκαιρο όσο ποτέ. Διαβάστε το και θα καταλάβαιτε…




ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΣ


Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι ειναι εκείνοι που τους τιμούν…

- Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα ‘λεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μία μέρα από τις κακολογίες των άλλων.- Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; ρώτησα απορήμενος.

- Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν αγγέλους του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σα να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτώλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές, χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό.

“Κύριε”, έλεγε, “δείξε το έλεος Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνησε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγιάσέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητα Σου”.

Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν: Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στέφανια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.

- Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ’ άλλους όχι.

- Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: “Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!”. Ο άλλος, αντίθετα: “Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!”. Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: “Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;”. Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: “Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς”. Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευργέτησε με μύρια καλά – δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σε όλους τους ανθρώπους, πως θα αρέσει ο δίκαιος στους συνάνθρώπος του; Ξέρεις, παιδί μου, ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάϊν, αυτός, σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μόνο δύο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπόρεσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: “Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασεν την ψυχήν σου εις πειρασμόν”.





ΠΗΓΗ:vatopaidi.wordpress.com

Μετανοούνες> Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Ομιλία εις την E΄ Κυριακήν των Νηστειών (1965) - Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.


(Μετάφραση αδελφών της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, από το βιβλίο: Πασχαλινές Ομιλίες (Pashalne Besede), Βελιγράδι 1998)





Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Ιδού η πέμπτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή [που σφραγίζει την εβδομάδα] των μεγάλων αγρυπνιών και των μεγάλων ασκήσεων, την εβδομάδα των μεγάλων θρήνων και αναστεναγμών, η Κυριακή της πιο μεγάλης μεταξύ των αγίων γυναικών Αγίας, της οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας.

Σαράντα επτά χρόνια έκανε στην έρημο, και ο Κύριος της έδωσε εκείνο που σπάνια δίνει σε κάποιον από τους Αγίους. Χρόνια ολόκληρα δεν γεύθηκε ψωμί και νερό. Στην ερώτηση του αββά Ζωσιμά εκείνη απάντησε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4, 4). Ο Κύριος την έτρεφε με έναν ιδιαίτερο τρόπο και την οδηγούσε στην ερημητική ζωή, στους ερημητικούς της αγώνες.


Και ποιό ήταν το αποτέλεσμα;

Η Αγία μετέτρεψε την κόλασή της σε παράδεισο! Νίκησε το διάβολο και ανέβηκε ψηλά στον Θεό! Πώς, με τι; Με τη νηστεία και την προσευχή, με νηστεία και προσευχή! Διότι η νηστεία, η νηστεία μαζί με την προσευχή, είναι δύναμη που νικά τα πάντα. Ένας θαυμάσιος ύμνος της Μ. Τεσσαρακοστής λέει: «ακολουθήσωμεν τω διά νηστείας ημίν, την κατά του διαβόλου νίκην υποδείξαντι, Σωτήρι των ψυχών ημών». Με τη νηστεία μας έδειξε τη νίκη κατά του διαβόλου… Δεν υπάρχει άλλο όπλο, δεν υπάρχει άλλο μέσον.


Νηστεία! Ιδού το μέσον για να νικήσεις το διάβολο, τον κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, η αγία Μαρία η Αιγυπτία. Τι θεία δύναμη η νηστεία! Νηστεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά να σταυρώνεις το σώμα, να σταυρώνεις ο ίδιος τον εαυτό σου.


Εφόσον υπάρχει σταυρός, η νίκη είναι σίγουρη. Το σώμα της πρώην πόρνης της Αλεξάνδρειας, της Μαρίας, με την αμαρτία παραδόθηκε στη δουλεία του διαβόλου. Αλλά όταν αγκάλιασε το Σταυρό του Χριστού, όταν πήρε αυτό το όπλο στα χέρια της, νίκησε το διάβολο. Νηστεία είναι η ανάσταση της ψυχής εκ νεκρών. Η νηστεία και η προσευχή ανοίγουν τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να αντικρύσει και να καταλάβει πραγματικά τον εαυτό του, να δει τον εαυτό του. Βλέπει τότε ότι κάθε αμαρτία στη ψυχή του είναι ο τάφος του, ο θάνατός του. Καταλαβαίνει ότι η αμαρτία μέσα στη ψυχή του δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μετατρέπει σε πτώματα όλα όσα ανήκουν στη ψυχή: τους λογισμούς της, τα συναισθήματά της και τις διαθέσεις της· σειρά από τάφους. Και τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή από τη ψυχή:
«Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή είναι η κραυγή μας κατά την αγία αυτή εβδομάδα: Κύριε, προτού χαθώ τελείως, σώσέ με. Έτσι προσευχηθήκαμε αυτή την εβδομάδα στον Κύριο, τέτοιες προσευχητικές αναβοήσεις μας παρέδωσε στο Μ. Κανόνα του ο μεγάλος άγιος πατήρ ημών Ανδρέας Κρήτης.


«Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Αυτή η κραυγή μας αφορά όλους, όλους όσοι έχουμε αμαρτίες. Ποιός δεν έχει αμαρτίες; Είναι αδύνατον αν κυττάξεις τον εαυτό σου να μή βρεις κάπου, σε κάποια γωνιά της ψυχης σου, να μη εντοπίσεις σε κάποια άκρη της μία ξεχασμένη ίσως αμαρτία. Και… κάθε αμαρτία, για την οποία δεν έχεις μετανοήσει, ειναι ο τάφος σου, είναι ο θάνατός σου. Και εσύ, για να μπορέσεις να σωθείς και να αναστήσεις τον εαυτό σου από τον τάφο σου, κράζε με τις προσευχητικές θρηνητικές κραυγές της Μ. Τεσσαρακοστής: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».

Ας μη ξεγελάμε τον εαυτό μας, αδελφοί, ας μη απατώμεθα. Και μία μόνο αμαρτία αν έμεινε στη ψυχή σου, και συ δεν μετανοείς και δεν την εξομολογείσαι αλλά την ανέχεσαι μέσα σου, αυτή η αμαρτία θα σε οδηγήσει στο βασίλειο της κολάσεως. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στον παράδεισο του Θεού. Για την αμαρτία δεν υπάρχει τόπος στη Βασιλεία των Ουρανών. Για να αξιωθείς της Βασιλείας των Ουρανών, φρόντισε να διώξεις από μέσα σου κάθε αμαρτία, να ξεριζώσεις από μέσα σου με τη μετάνοια κάθε αμαρτία. Διότι, τίποτε δεν γλυτώνει από τη μετάνοια του ανθρώπου. Τέτοια δύναμη έδωσε ο Κύριος στην Αγία Μετάνοια.

Κοίταξε! Αφού η μετάνοια μπόρεσε να σώσει μία τόσο μεγάλη άσωτη γυναίκα, όπως ήταν κάποτε η Μαρία η Αιγυπτία, πως να μη σώσει και άλλους αμαρτωλούς, τον κάθε αμαρτωλό, και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό και εγκληματία; Ναι, η Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή είναι το πεδίο της μάχης, επί του οποίου εμείς οι Χριστιανοί με τη νηστεία και την προσευχή νικάμε το διάβολο, νικάμε όλες τις αμαρτίες, νικάμε όλα τα πάθη και εξασφαλίζουμε στον εαυτό μας την αθανασία και την αιώνιο ζωή. Στη ζωή των αγίων και αληθινών Χριστιανών υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα που δείχνουν ότι όντως μόνο με την προσευχή και τη νηστεία εμείς οι Χριστιανοί νικάμε τους δαίμονες, όλους εκείνους που μας βασανίζουν και θέλουν να μας παρασύρουν στο βασίλειο του κακού, στην κόλαση. Αυτή η Αγία Νηστεία…! είναι νηστεία των αγίων αρετών μας. Κάθε αγία αρετή ανασταίνει τη ψυχή μου και τη ψυχή σου εκ των νεκρών.


Προσευχή!
Τι είναι η προσευχή;

Είναι η μεγάλη αρετή που σε ανασταίνει και με ανασταίνει. Σηκώθηκες μήπως για προσευχή, έκραξες προς τον Κύριο να καθαρίσει τη ψυχή σου από τις αμαρτίες, από το κάθε κακό, από κάθε πάθος; Τότε οι τάφοι σου και οι τάφοι μου ανοίγουν και οι νεκροί ανασταίνονται. Ό,τι είναι αμαρτωλό φεύγει, ό,τι σύρει προς το κακό εξαφανίζεται. Η αγία προσευχή ανασταίνει τον καθένα από μας, όταν είναι ειλικρινής, όταν φέρνει όλη τη ψυχή στον ουρανό, όταν εσύ με φόβο και τρόμο λες στον Κύριο:

« Δες, δες τους τάφους μου, αναρίθμητοι είναι οι τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σε κάθε ένα από αυτούς τους τάφους, νάτην η ψυχή μου, νάτην νεκρή, μακρυά από Σένα, Κύριε! Ειπέ λόγον και ανάστησον πάντας τους νεκρούς μου! Διότι, Συ, Συ, Κύριε, μας έδωσες πολλές θείες δυνάμεις να μας ανασταίνουν διά της αγίας Αναστάσεως, να μας ανασταίνουν από τον τάφο της ραθυμίας».


Ναι, με την αμαρτία, με τα πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Η ψυχή πεθαίνει, όταν χωρίζεται από τον Θεό. Η αμαρτία είναι δύναμη που χωρίζει τη ψυχή από τον Θεό. Και εμείς, όταν αγαπάμε την αμαρτία, όταν αγαπάμε τις αμαρτωλές ηδονές, στην πραγματικότητα αγαπάμε τον θάνατό μας, αγαπάμε τους τάφους, τους βρωμερούς τάφους, μέσα στους οποίους η ψυχή μας αποσυντίθεται.


Αντίθετα, όταν ανανήψουμε, όταν με τον κεραυνό της μετανοίας χτυπήσουμε την καρδιά μας, τότε…, τότε οι νεκροί μας ανασταίνονται. Τότε η ψυχή μας νικά όλους τους φονείς της, νικά τον κατεξοχή δημιουργό όλων των αμαρτιών, το διάβολο, νικά με τη δύναμη του Αναστάντος Κυρίου Ιησού Χριστού.


Γι’ αυτό, για μας τους Χριστιανούς δεν υπάρχει αμαρτία πιο ισχυρή από μας. Να είσαι βέβαιος ότι πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε αμαρτία που σε βασανίζει, πάντοτε είσαι δυνατότερος από κάθε πάθος που σε βασανίζει. Πώς; -ρωτάς. Με τη μετάνοια! Και τι είναι ευκολότερο απ’ αυτήν; Πάντοτε μπορείς μέσα σου, μέσα στη ψυχή σου, να κραυγάζεις: «Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με». Η βοήθεια του Θεού δεν θα σε παραβλέψει. Θα αναστήσεις τον εαυτό σου από τους νεκρούς και θα ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο σαν κάποιος που ήρθε από εκείνον τον κόσμο, που αναστήθηκε και ζει μία νέα ζωή, τη ζωή του Αναστάντος Κυρίου, που υπάρχουν μέσα του όλες οι θείες δυνάμεις, έτσι ώστε καμμία αμαρτία πλέον δεν μπορεί να σε φονεύσει. Ίσως να ξαναπέφτεις, αλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις το όπλο, γνωρίζεις τη δύναμη με την οποία ανασταίνεσαι εκ των νεκρών. Αν πενήντα φορές την ημέρα αμαρτήσεις, αν πενήντα φορές ντροπιασθείς, αν πενήντα τάφους σκάψεις σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δος μου μετάνοια. Πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».


Ο Αγαθός Κύριος, ο οποίος γνωρίζει την ασθένεια και αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης θελήσεως, είπε: Έλα, αδελφέ. Ακόμη κι αν εβδομηκοντάκις την ημέρα αμαρτήσεις, πάλι έλα και πες: ήμαρτον (Ματθ. 18,21-22). Αυτή την εντολή δίνει ο Κύριος σε εμάς τους ανθρώπους, τους ασθενείς και αδυνάτους. Συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό και δήλωσε ότι χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί στη γη (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Όλος ο ουράνιος κόσμος κοιτάζει εσένα, αδελφέ και αδελφή, πως ζεις στη γη. Πέφτεις στην αμαρτία και δεν μετανοείς; Να, οι Άγγελοι κλαίνε και θλίβονται στον Ουρανό εξαιτίας σου. Μόλις αρχίσεις να μετανοείς, να, οι Άγγελοι στον Ουρανό χαίρονται, και σαν ουράνιοι αδελφοί σου χορεύουν…


Να η σημερινή μεγάλη αγία, η Μαρία η Αιγυπτία. Πόσο αμαρτωλή! Απ’ αυτήν ο Κύριος έκανε μία αγία ύπαρξη σαν τα Χερουβίμ. Με τη μετάνοια έγινε ισάγγελη· με τη μετάνοια κατέστρεψε την κόλαση, στην οποία βρισκόταν, και ανέβηκε ολόκληρη στον παράδεισο του Χριστού. Δεν υπάρχει Χριστιανός αδύνατος σ’ αυτόν τον κόσμο, έστω κι αν του επιτίθενται οι φρικωδέστερες αμαρτίες και πειρασμοί αυτού του κόσμου.

Αρκεί μόνο ο Χριστιανός να μη ξεχάσει τα μεγάλα του όπλα: τη μετάνοια, την προσευχή, τη νηστεία· να επιδοθεί σε κάποια ευαγγελική άσκηση, σε κάποια αρετή: είτε στην προσευχή, είτε στη νηστεία, είτε στην ευαγγελική αγάπη, είτε στην ευσπλαχνία. Ας θυμηθούμε τους μεγάλους Αγίους του Θεού, ας θυμηθούμε την εορταζομένη σήμερα μεγάλη Αγία, την Οσία Μητέρα μας Μαρία την Αιγυπτία, και ας είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα είναι άμεσος βοηθός μας.

Η αγία Μαρία βίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια από την Υπεραγία Θεοτόκο και σώθηκε από τη φοβερή της κόλαση, από τους φοβερούς της δαίμονες. Η Υπεραγία Θεοτόκος και σήμερα και πάντοτε μας βοηθεί σε όλες τις ευαγγελικές μας αρετές: στην προσευχή, και στη νηστεία, και στην αγρυπνία, και στην αγάπη, και στους οικτιρμούς, και στην υπομονή, και σε κάθε άλλη αρετή. Εύχομαι να μας βοηθεί πάντα και να μας καθοδηγεί…


Γι’ αυτό, ποτέ να μην αποκάμεις στον αγώνα και στον πόλεμο με τις αμαρτίες σου…

Σε όλες τις δυσκολίες σου και στις πιο μεγάλες πτώσεις σου να θυμάσαι την κραυγή αυτής της αγίας εβδομάδας, που έχει τη δύναμη να σε αναστήσει:

«Κύριε, πριν εις τέλος απόλωμαι, σώσόν με».






ΠΗΓΗ:www.alopsis.gr