Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Προσευχή> Κυριακή, ''Πάτερ Ημών''


Πρωτότυπο στα αρχαία ελληνική γλώσσα




Κυριακή Προσευχή




Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου•
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου•
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς•
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον•
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφελήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν•
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

[Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ
ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας•]

̓Αμήν.




Στα αραμαϊκά

ܐܒܘܢ ܕܒܫܡܝܐ
ܢܬܩܕܫ ܫܡܟ
ܬܐܬܐ ܡܠܟܘܬܟ
ܬܐܬܐ ܡܠܟܘܬܟ
ܐܝܟܢܐ ܕܒܫܡܝܐ ܐܦ ܒܪܥܐ
ܗܒ ܠܢ ܠܚܡܐ ܕܣܘܢܩܢܢ ܝܘܡܢܐ
ܘܫܒܘܩ ܠܢ ܚܘܒܝܢ ܘܚܬܗܝܢ
ܐܝܟܢܐ ܕܐܦ ܚܢܢ ܫܒܩܢ ܠܚܝܒܝܢ
ܠܐ ܬܥܠܢ ܠܢܣܝܘܢܐ
ܐܠܐ ܦܨܐ ܠܢ ܡܢ ܒܝܫܐ
ܡܛܠ ܕܕܠܟ ܗܝ ܡܠܟܘܬܐ
ܘܚܝܠܐ ܘܬܫܒܘܚܬܐ
ܠܥܠܡ ܥܠܡܝܢ
ܐܡܝܢ




Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Πάτερ ἡμῶν...


Ἑρμηνεία στὴν Κυριακὴ Προσευχή



Διάλεξα ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα τό «Πάτερ ἡμῶν», γιατί νομίζω εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική προσευχή, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «Κυριακή» προσευχή, ἡ προσευχή ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος.

Καί νομίζω ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν προσευχή πού Ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τή ζωή πού Ἐκεῖνος ἔζησε καί μᾶς δίδαξε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν Του· κι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε´ 5)· ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καί τῆς ἀμπέλου εἶναι μιά σχέση ὀργανική καί ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τά κλήματα, ἔτσι καί ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τήν ὕπαρξή Του, ὁπότε, μέσα στήν προσευχή αὐτή - ἄν τήν κάνουμε συνειδητά καί ἄν τήν ζοῦμε - νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.



Ἀλλά ἂς ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τήν προσευχή αὐτή καί νά τήν παρακολουθοῦμε φράση πρός φράση.



Ἡ πρώτη φράση λέει: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἂν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.

Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.

Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι᾿ αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες...». Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.

Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τὸν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.

«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος ποὺ μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι᾿ αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: «Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ»!

Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τὸν Πατέρα Του νά τὸν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό «Πάτερ ἡμῶν» - δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου - ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.




Ἡ ἑπόμενη φράση λέει, «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου...».

Σ᾿ αὐτές τίς δύο φράσεις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἔτσι λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις «Πάτερ ἡμῶν... ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. (Ὑπάρχει μάλιστα μιά γραφή τοῦ Εὐαγγελίου παλαιότερη, πού ἀντί νά λέει «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» λέει «ἐλθέτω τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καί καθαρισάτω ἡμᾶς). Ὁπότε ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα τήν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι αὐτό πού λέμε: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα..., καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν..., καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...».

»Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου...». Παρακαλοῦμε ἐμεῖς νά ἁγιασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἄν βλέπουμε αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Κύριος: «Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰω. ιζ´ 19). Καί τό «ἁγιάζω ἑμαυτόν» τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι, ἐγώ θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου γιά νά ἁγιασθοῦν ἐν ἀληθείᾳ, στήν πραγματικότητα, οἱ πιστοί. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἐμεῖς λέμε «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου», εἶναι σάν νά λέμε, ἄς ἁγιασθεῖ ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν. Καί, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», νά ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στήν Πεντηκοστή· καί πάντοτε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής Πεντηκοστή.

Μέσα, λοιπόν, σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις βλέπουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, μποροῦμε νά δοῦμε σ᾿ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις, καί τήν πραγματικότητα τῆς ἐπικλήσεως τῆς κεντρικῆς εὐχῆς τῆς Θείας Λειτουργίας: Αὐτό πού ὁ ἱερεύς, παρακαλεῖ τὸν Οὐράνιο Πατέρα, νά στείλει δηλ. τό Πνεῦμα τό πανάγιον καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον καί τὸν οἶνον Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.



Καί φθάνουμε στήν τέταρτη φράση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κεντρική φράση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς δικῆς μας ζωῆς: εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά σου».


Ἴσως αὐτή ἡ φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου», μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ τό «Ἀμήν» τῆς ἐπικλήσεως. Καί αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ κατάληξη καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν προηγουμένων φράσεων· στίς προηγούμενες φράσεις λέμε, «ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου», «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἀναφερόμαστε στό Θεό, λέμε τό ὄνομά Του νά ἁγιασθεῖ, ἡ βασιλεία Του νά ἔλθει, τό θέλημά του νά γίνει. Δίνουμε τά πάντα στό Θεό, καί αὐτό ἐπικυρώνεται καί ἀνακεφαλαιώνεται μ᾿ αὐτή τή φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου».

Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν Οὐρανό: «Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί...»· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί «οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: «Ραββί, φάγε»· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι «ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε...». Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. «Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον».


Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πρᾶγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε τὸν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας - θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» - νά λέει «Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, «ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει», ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.


Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του. Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι ποὺ μὲ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ - Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: «Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα».


Νομίζω ὅτι αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» μοιάζει μέ τό «γενηθήτω» τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, «Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν»), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τὸν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.


Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου».

Γι᾿ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού πάει στό πανεπιστήμιο καί παίρνει ἄριστα ἐπειδή θυμᾶται μερικές χρονολογίες καί μερικά ὀνόματα ἢ γράφει μιά ἐργασία· ἀλλά, ἀληθινός θεολόγος πού γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος στή δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν γενέσθω θέλημα. Τότε ὅλος ὁ Θεός μπαίνει μέσα του, τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει θεολόγο, τὸν κάνει θεό κατά χάριν καί προχωρεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο μπροστά. Καί ὅπως ὁ Κύριος ἀναστημένος προχωροῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος ἀλλά καί παντοδύναμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προχωρεῖ εἴτε τά προβλήματα εἶναι λυμένα ἢ ἀνοικτά. Γι᾿ αὐτό ἄν τυχόν περνᾶμε δυσκολίες ἄς λέμε τό λογισμό μας ἐλεύθερα· ὅπως θέλει κανείς νά ἐκφρασθεῖ, ἄς ἐκφρασθεῖ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἀλλά στή συνέχεια ἄς ποῦμε, Θεέ μου, ἐγώ δέν ξέρω, ἐσύ ξέρεις, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς πιό πολύ ἀπό ὅ,τι τούς ἀγαπῶ ἐγώ καί πιό πολύ ἀνήκουν σέ σένα ὅλοι ἀπ᾿ ὅ,τι ἀνήκουν σέ μένα. Ὁπότε ἄς γίνει τό θέλημά σου. Ἂν τυχόν τό θέλημά σου ἐξωτερικά φαίνεται καταστροφή, νἆναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, πού εἶναι ἀληθινό χαντάκωμα καί ἀληθινή καταστροφή. Τότε τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ φράση ποὺ μᾶς τρέφει καί μᾶς ἀνασταίνει σέ ἕνα ἄλλο χῶρο.



Ἡ ἄλλη φράση εἶναι, «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».

Ἐδῶ πέρα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός, βάζει τὸν καθένα μας ὑπεύθυνα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν λέει, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου στή ζωή μου», ἀλλά νά γίνει τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, νά γίνει σ᾿ ὁλόκληρη τή γῆ. Θυμᾶμαι σ᾿ ἕνα νησί, στήν Κῶ, πού εἶχα πάει μιά φορά εἶχα δεῖ μιά γριούλα. Μοῦ λέει, «Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα καί δέν ξέρω νά κάνω καμιά προσευχή, μά οὔτε τό Πιστεύω μπορῶ νά πῶ οὔτε τό Πάτερ ἡμῶν. Γι᾿ αὐτό, τό βράδυ ὅταν πέσω νά κοιμηθῶ, κάνω τό σταυρό μου καί παρακαλῶ ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλον τὸν κόσμο». Μέ ρωτᾶ, «Καλά κάνω;» Τῆς λέω, «Καλά κάνεις».


Βλέπετε, ἡ γριούλα εἶχε συλλάβει τό μυστικό τῆς εὐχῆς αὐτῆς· καί ἐπειδή ζοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπειδή εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ πού κυκλοφοροῦσε μέσα στήν ὕπαρξή της ἀθόρυβα, ὅπως πάει ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τό κλῆμα, γι᾿ αὐτό, χωρίς νά ξέρει γράμματα, ἔκανε αὐτό τό ἀληθινό: παρακαλοῦσε ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν λέμε «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».



Παρακάτω λέμε, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον».


Ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά περάσουμε τή Γεθσημανῆ καί νά ποῦμε στή δύσκολη στιγμή, «Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά σου» καί δέν δυσανασχετοῦμε, δέν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά αὐτό τό δεχόμαστε μέ καρτερία καί ἠρεμία, τότε νομίζω ὅτι εἶναι ἱκανό τό πνευματικό μας στομάχι νά χωνέψει τήν ὄντως τροφή. Καί ἡ ὄντως τροφή πάλιν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἴδατε ὅτι εἶπε: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. στ´ 51). Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός ἄρτος, ὁ ζωντανός, πού κατέβηκε ἀπό τὸν οὐρανό· καί ἄν κανείς φάει ἀπ᾿ αὐτόν τὸν ἄρτο θά ζήσει καί δέν πρόκειται νά πεθάνει. Δηλ. παίρνει ἀπό τώρα μιά δύναμη καί μιά χάρη, ἡ ὁποία τὸν βοηθᾶ νά ξεπεράσει τό θάνατο· ἤδη ἀπό τώρα, ἐνῶ βρίσκεται ἐν σαρκί, βρίσκεται μέσα στήν αἰώνια ζωή.


Γι᾿ αὐτό ὅταν λέει ὁ Κύριος, «τόν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον», τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ; Καί λένε οἱ Πατέρες ὁ «ἐπιούσιος» σημαίνει ὁ ἄρτος πού ἀφορᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὁ ἄρτος τῆς ἐπιούσης ἡμέρας. Ἐπιοῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἑπόμενη μέρα· καί ἑπόμενη μέρα εἶναι ὁ ἑπόμενος αἰών, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι λοιπόν, παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς ἀξιώσει τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς Τὸν δώσει σάν τροφή ἀληθινή ἀπό σήμερα. Καί ἐνῶ βρισκόμαστε ἐν σαρκί, ἐνῶ βρισκόμαστε σ᾿ αὐτό τὸν κόσμο, ὁ ἀληθινός ἄρτος πού θά μᾶς τρέφει νἆναι ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ὁ ἄρτος τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», ὁ ἄρτος τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας.



»Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».


Ἐδῶ πέρα θυμόμαστε τήν προσευχή τοῦ Κυρίου πού εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ὁ Κύριος τούς συγχώρεσε καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε καμιά δικαιολογία γι᾿ αὐτό, ὁ Κύριος βρῆκε μιά δικαιολογία γι᾿ αὐτούς, ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν.

»Καί ἄφες ἡμῖν..., ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν...». Ἡ φράση αὐτή ἔχει κάτι λίγο πιό ἀπαιτητικό. Δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος νά παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς βοηθήσει νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀλλά λέμε ὅτι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε συγχωροῦμε. Καί λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἐδῶ πέρα, ἐμεῖς σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει ἐμᾶς σάν ὑπόδειγμα καί νά μᾶς συγχωρήσει καί ἐμᾶς.

Ἀλλά ἄν τυχόν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό εἶπε ὁ Κύριος ξεκάθαρα: «Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. στ´ 15). Μπορεῖ νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορεῖ νά πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, στήν ἐκκλησία, νά κοινωνοῦμε καί νά προχωροῦμε στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά κάνουμε θαύματα, καί ὅμως νά μή συγχωροῦμε κάποιον. Ἀλλά ἐάν δέν συγχωροῦμε δέν γίνεται ἀπολύτως τίποτα.


Στό σημεῖο αὐτό θἄθελα νά θυμηθοῦμε κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στούς ἀνθρώπους πού ἀπευθυνόταν: «Πονάω γιατί δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς δῶ ὅλους χωριστά τὸν καθένα σας καί νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά μοῦ πεῖτε τά παράπονά σας καί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορῶ νά σᾶς δῶ ὅλους, θά σᾶς πῶ μερικά πράγματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐφαρμόσετε. Κι ἄν αὐτά ἐφαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρῶτο εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί ἤθελε νά πεῖ, τούς δίνει ἕνα παράδειγμα: «Ἤλθαν δύο νά ἐξομολογηθοῦν, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος. Ὁ Πέτρος μοῦ εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τὸν καλό δρόμο. Ζῶ στήν ἐκκλησία, ἔχω κάνει ὅλα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω ἐλεημοσύνες, ἔχω κτίσει ἐκκλησίες, ἔχω κτίσει μοναστήρια, ἔχω ἕνα μικρό ἐλαττωματάκι, ὅτι δέν συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου». Καί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, «Ἐγώ, αὐτόν τὸν ἀποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι εἶπα «ὅταν πεθάνει θά τὸν πετάξουν στό δρόμο νά τὸν φᾶνε τά σκυλιά»». Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθη καί μοῦ λέει: «Ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τό στραβό δρόμο, ἔχω κλέψει, ἔχω ἀτιμάσει, ἔχω σκοτώσει, ἔχω κάψει ἐκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εἶμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο ἕνα καλό ἔχω, ὅτι συγχωρῶ τὸν ἐχθρό μου». Καί λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, «ἐγώ κατέβηκα, τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα καί τοῦ εἶπα σέ τρεῖς μέρες νά κοινωνήσει».


Αὐτός πού εἶχε ὅλα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρεῖ τὸν ἐχθρό του, ὅλα αὐτά τά μόλυνε, ὅπως ἔχουμε 100 ὀκάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει ὅλο τό ζυμάρι. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἄλλος πού ἔχει κάνει ὅλα τά κακά, συγχωροῦσε τὸν ἐχθρό του· αὐτό ἔδρασε μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά σάν μιά φλόγα κεριοῦ καί τἄκαψε ὅλα. Νομίζω, ὅτι αὐτό εἶναι βασικό. Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας ὁλόκληρη βγάζει μιά ἀποφορά ἀντί νἄναι ἄρωμα Χριστοῦ, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται αὐτό. Νά συγχωροῦμε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ἡ ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. Ἂν αὐτό δέν κάνουμε, τότε ὅλες οἱ θεολογίες μας κι ὅλες οἱ ἁγιότητές μας πᾶνε χαμένες. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς λέει ὁ Κύριος, «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα μπορεῖ νά βρωμίσει ὅλη τή ζωή μας.



»Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».


Λέμε, «μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος λέει, «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰάκ. α´ 2). Τήν ἀπορία μᾶς τήν λύνουν οἱ Πατέρες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί: ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία· σ᾿ αὐτούς παρακαλοῦμε τὸν Κύριον νά μήν ἐπιτρέψει νά μποῦμε καί νά παρασυρθοῦμε. Ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, οἱ ἀπροαίρετοι καί ὀδυνηροί πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, οἱ ὁποῖοι σταματοῦν τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς, ἀλλά ἄν τυχόν πέσουμε στίς ἄλλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί αὐτοί οἱ πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί θυμᾶστε αὐτό πού λέει στό Γεροντικό: «ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». Ἂν βγάλεις ἀπό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, αὐτές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθεῖ.


»...ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἡ τελευταία φράση αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ ζωή μας κινεῖται μεταξύ τοῦ πονηροῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρός δέν ἄφησε κανένα ἀπείραστο· οὔτε τὸν πρῶτο Ἀδάμ στόν Παράδεισο οὔτε τό δεύτερο Ἀδάμ, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν βγῆκε στήν ἔρημο. Καί λέει ὁ Κύριος πάλι, ὅτι «τό γένος τοῦτο ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τὸν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει ὁ πονηρός μέ τή λογική ὅπως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς ἀσπιρίνες. Δέν φεύγει ὁ διάβολος μέ τίς ἐξυπνάδες. Λέγει καί ἕνας μοναχός, ὅτι ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά ἀρχίζομε συζήτηση μέ τὸν πονηρό. Ἂς τὸν ἀφήνουμε καί νά φεύγουμε.



-----------------


Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἢ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου» καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τὸν ἄλλο, τότε τὸν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τὸν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή ποὺ μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι᾿ αὐτόν ποὺ μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.


Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί εἶπε «οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω», ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, «ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό» (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», τότε τὸν ἄφησε ὁ διάβολος «καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 10-11). Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ᾿ ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυπριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε «ἀγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος.-.



******************************************************
******************************************************

Προσευχή> Βασιλεύ Ουράνιε

Βασιλεύ ουράνιε,



Παράκλητε

το Πνεύμα της αληθείας

ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών

ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός

ελθέ και σκήνωσον εν ημίν

και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος

και σώσον αγαθέ τας ψυχάς ημών


Αμήν



************

Προσευχή> Σύμβολο της Πίστης, *ΠΙΣΤΕΥΩ*

Το Σύμβολο της Πίστης της συνόδου της Κωνσταντινούπολης (Β΄ Οικουμενική Σύνοδος) αποτελεί το κατεξοχήν δογματικό σύμβολο της Αληθείας για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την επιτομή της σαφούς σχέσεως μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Διαμορφώθηκε από τις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις των Αρειανιστών, με τους διαφόρους εκπροσώπους της, καθώς και των Πνευματομάχων, οι οποίοι αρνούνταν της φυσική θειότητα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Εκκλησίας, στο οποίο αποτυπώνεται με τρόπο περιεκτικό, η ορθόδοξη πίστη στον Άγιο Τριαδικό Θεό, την Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου και την Θεία Οικονομία.



Το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, απαρτίζεται εκ των πρώτων πέντε άρθρων από το δογματικό σύμβολο της Νίκαιας, ενώ τα υπόλοιπα επτά προέρχονται εκ της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως. Επικυρώθηκε από από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και υπό των τριών τελευταίων και απέβη «σεπτόν τε και οικουμενικόν της Πίστεως Σύμβολον»[1] και ο «αυθεντικότατος και επισημότατος όρος πίστεως και το αλάθητον κριτήριον και ο απλανής και ακριβής γνώμων της Ορθοδοξίας»[2]. Το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιήθηκε βαθμηδόν ως βαπτιστήριο σύμβολο στην εκκλησιαστική πράξη, ενώ από τον 4ο αιώνα ήδη συμπεριελήφθη «εις τα συνοδικά γενικού και υποχρεωτικού χαρακτήρος σύμβολα δια πάντας τους βεβαπτισμένους χριστιανούς»[3], το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα.

Το σύμβολο χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία, στη Λειτουργία των βαπτισμένων, τη διδαχή και το εν γένη χριστιανικό βίο και αποτελεί τον «απόλυτο κανών της ορθοδόξου δογματικής πίστεως»[4].





Η διαμόρφωση του Συμβόλου


Ο ΆγιοςΓρηγόριος Ναζιανζηνός Εκ των διαμορφωτών του Συμβόλου



Κύριοι διαμορφωτές του συμβόλου σήμερα εμφανίζονται οι Καππαδόκες πατέρες, των οποίων η δογματική αποσαφήνιση στη διδασκαλία των όρων και της τριαδολογικής σχέσης επικυρώθηκε με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και ειδικώς οι Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος Θεολόγος με τη θεολογία που διατύπωσαν. Κατά το Νικηφόρο Κάλλιστο, ο έτερος Καππαδόκης θεολόγος Γρηγόριος Νύσσης[5] ήταν και ο άμεσος συντάκτης και διαμορφωτής του συμβόλου. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Περί του Αγίου Πνεύματος είχε θεολογικά αναλύσει την κυριότητα του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε χρησιμοποιήσει σε ουδέτερο γένος το επίθετο «Κύριος» ως χαρακτηριστικό του Πνεύματος[6].

Κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο είχε εκδοθεί Σύμβολο το οποίο περιείχε ομολογία πίστεως περί της ομοουσίου σχέσεως Πατρός και Υιού. Οι διαμάχες όμως που ακολούθησαν, με την εμφάνιση κυρίως των πνευματομάχων αιρέσεων, υποχρέωσε του πατέρες της εκκλησίας είτε να συντάξουν ένα νέο παράλληλο σύμβολο προς την κατεύθυνση απαλοιφής κάθε περίπτωσης αιρετικής απόχρωσης διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, είτε να προβούν σε προσθήκες προς την αντίστοιχη κατεύθυνση. Οι προσθήκες του συμβόλου κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι οι εκφράσεις «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», «σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου», «καθεζόμενον εκ δεξιόν του Πατρός», «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», «εις μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν, ομολογούμεν εν βάπτισμα εις άφεσιν αματιών, προσδωκόμεν αναστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντως αιώνος». Τα επί μέρους αυτά στοιχεία επισημαίνονται με κάποιες παραλλαγές ή αυτούσια σε σύμβολα της εικοσαετίας 341-360, τα οποία συντάσσονταν προς αποκατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας και που συχνά περιείχαν ορθόδοξες κατά την εκκλησία θέσεις[7]. Το ότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εντοπίζει το έργο της συνόδου στην προσθήκη του άρθρου περί του Αγίου Πνεύματος και ο Μέγας Βασίλειος παραθέτει το σύμβολο της Νίκαιας χωρίς την έκφραση «Θεόν εκ Θεού» [8], καταδεικνύει ότι τα νέα στοιχεία είχαν γίνει δεκτά πριν τη σύνοδο. Από το σύμβολο της Νίκαιας οι εκφράσεις που δεν περιελήφθησαν στο σύμβολο των ρν΄ πατέρων, είναι οι «τουτέστιν εκ της ουσίας του πατρός», «Θεόν εκ Θεού», «τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη». Οι τρεις αυτές εκφράσεις προφανώς θεωρήθηκαν περιττές επαναλήψεις[9] ένεκα της εμφάνισης λέξεων και φράσεων όπως «ομοούσιον», «Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού» και «δι ού τα πάντα εγένετο». Επίσης αφαιρέθηκαν και οι αναθεματισμοί λόγω ότι το σύμβολο έπρεπε να περιλαμβάνει πλέον μόνο θέσεις και όχι αρνήσεις[10].

Κύριος στόχος των εκφράσεων ήταν να δοθούν απαντήσεις και να αποκλειστούν εκπεφρασμένες κακοδοξίες, όπως του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου, του Μαρκέλλου Άγκυρας και των πνευματομάχων.

Έτσι:

* Το 8ο άρθρο αναφέρει «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν».


Η διατύπωση αυτή έχει άμεση αναφορά κατά των πολεμίων του Αγίου Πνεύματος και έχει βάση αγιογραφική. Έτσι η λέξη «Κύριον» ελήφθη εκ B΄ Κορινθίων 3, 17-18, αν και ο A.Adam υποστήριξε πως αυτό μπορεί να αποχωριστεί και από το εν λόγω χωρίο, αφού κατά βάση στόχο έχει να δηλώσει την αυτοτέλεια του Αγίου Πνεύματος. Η λέξη «ζωοποιόν» από Κατά Ιωάννην 6, 63/Προς Ρωμαίους 8,12/Β΄ Κορινθίους 3,6. Η φράση «τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» από το Κατά Ιωάννην 15, 26. Τέλος η σύνοδος θέλησε να αποφύγει τον όρο «ομοούσιος» (για το Άγιο Πνεύμα) κατ΄ οικονομίαν, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εισαγωγή αιρετικών στην εκκλησία. Γι΄ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε τον όρο «τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», που επί της ουσίας διδάσκει το ομοούσιο. Τέλος η έκφραση «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν» πάρθηκε εκ της Β΄ Καθολικής επιστολής Πέτρου 1, 21, που αναφέρεται πως «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν οι Άγιοι του Θεού άνθρωποι». Επίσης δια του τονισμού των «προφητών», στόχο καταστάται η αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη, ώστε να εξαίρεται μέσω της φράσης αυτής «η προπαρασκευαστική σημασία της εν Παλαιά Διαθήκη αποκαλύψεως δια τα εν Χριστώ πραγματοποιηθέντα αλλ η σημασία του γεγονότος παραμένει αμείωτος ως προς το ότι η κατά τα ανωτέρω τάξις και θέσις της Παλαιάς Διαθήκης εντάσσεται εν τω συμβόλω εντός αυτών τούτων των περί Αγίου Πνεύματος αποφάσεων και προσδιορισμού»[11]


* Η φράση του 3ου άρθρου «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» απευθύνεται προς την θέση του Απολλιναρίου, ο οποίος κήρυττε το Θεό Λόγο εγκατεικημένο στον Χριστό, αντί της λογικής ψυχής. Αυτή η έκφραση προϋπάρχει στο σύμβολο της Νίκης (Θράκης) του 359, προτού εμφανιστεί η θέση του. Στόχος επίσης και τετάρτου άρθρου («Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα»), είναι ο Απολιναρισμός.

* Η έκφραση του πρώτου άρθρου «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς» κατά Μαρκιωνιτών, Μανιχαίων και Ερμογένους, που δέχονταν ύλη αιώνια, ταυτοχρόνως δε με την έκφραση «ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» και κατά των αρειανών.

* Η έκφραση του β΄ άρθρου «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» χρησιμοποιείται κατά Αρειανών, Μαρκέλλου Άγκυρας, Φωτεινού Σιρμίου και Ευνομίου που κήρυσσαν εν χρόνο γέννηση.

* Οι εκφράσεις «καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης» και «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος» κατά Μαρκέλλου Άγκυρας προς δήλωση της αιωνίου διακρίσεως Πατρός και Υιού.

* Τα άρθρα 6 και 7 «καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» και «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος» κατά Μαρκέλλου Άγκυρας και Φωτεινού Σιρμίου, που αρνούνταν αιώνια ύπαρξη ως Θεανθρώπου και λαμβανόμενη από Κατά Λουκάν Ι, 33.

* Ο όρος «ομοούσιος» παραλείφθηκε προς αποφυγή σαβελλιανιστικών ερμηνειών, αλλά καιευκολότερη εισαγωγή των ετεροδόξων[12], το ίδιο και οι εκφράσεις «αληθινόν εκ Θεού αληθινού» και «δι ού τα πάντα εγένετο» ως περιττές, για λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω.

* Τα τελευταία 4 άρθρα συμπλήρωσαν το σύμβολο έτσι ώστε να το καταστήσουν εύχρηστο και ως ομολογία πίστεως και ως βαπτιστήριο σύμβολο[13], καθώς και για λειτουργική χρήση[14]. Ταυτόχρονα οι αλήθειες των εκφραζόμενων αυτών άρθρων κύριο στόχο είχαν να καταδείξουν τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα κατά τη σειρά τις οποίες εμφανίζονται. Έτσι η καθολική εκκλησία εντάσσεται στην περιοχή ενέργειας του Αγίου Πνεύματος ενώ το βάπτισμα αναγνωρίζεται «ως έχων ισχύν στην εκκλησίαν, υπό την ενεργεία του Αγίου Πνεύματος ως σωτηριολογικό γεγονός»[15]




Το σύμβολο




1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων• φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.

6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.

9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.


Ἀμήν.






Απόδοση στη νέα ελληνική


1. Πιστεύω σε ένα Θεό που είναι Πατέρας και Παντοκράτορας, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, όλα όσα βλέπουμε κι όσα είναι αόρατα σε μας.

2. (Πιστεύω) Και σε ένα Κύριο τον Ιησού Χριστό, τον μονάκριβο Υιό του Θεού, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες. Είναι φως που προήλθε από φως, είναι Θεός αληθινός από Θεό Αληθινό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, είναι από την ίδια ουσία με τον Πατέρα, και μέσω αυτού έγιναν τα πάντα.

3. Για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας κατέβηκε από τους ουρανούς και πήρε τη δική μας σάρκα από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, και έγινε άνθρωπος.

4. Σταυρώθηκε για μας όταν ήταν ηγεμόνας ο Πόντιος Πιλάτος, και έπαθε, και τάφηκε.

5. Την τρίτη ημέρα μετά το θάνατό του αναστήθηκε από τους νεκρούς σύμφωνα με τις Γραφές.

6. Και ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα.

7. Και θα έρθει πάλι με δόξα να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, και δεν θα υπάρξει τέλος στη βασιλεία Του.

8. (Πιστεύω) Και στο Πνεύμα το Άγιο, το Κύριο, το ζωοποιό, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, που προσκυνείται και δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, το οποίο μίλησε μέσω των προφητών.

9. (Πιστεύω και) Σε μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία.

10. Ομολογώ ένα βάπτισμα με το οποίο επιτυγχάνεται άφεση αμαρτιών.

11. Προσδοκώ την ανάσταση των νεκρών.

12. Και τη ζωή στον Μέλλοντα Αιώνα.



------------------------




Η αυθεντικότητα τής προέλευσης του συμβόλου



Το σύμβολο της συνόδου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι τα πρώτα επτά άρθρα του είχαν θεσπιστεί από τη σύνοδο της Νίκαιας, ενώ τα υπόλοιπα πέντε από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης ονομάζεται και σύμβολο των «ρν΄ (150) πατέρων».

Το σύμβολο αυτό τελικά αποτέλεσε σημείο διχασμού της θεολογικής κοινότητας και οι ερευνητές κατά βάση έστρεψαν σε δύο κατευθύνσεις τις τοποθετήσεις τους, για το αν τελικά συνετάχθη ένα νέο σύμβολο πίστεως ή όχι, αλλά και κατά πόσο το σύμβολο αυτό όντως ετέθη συμπληρωματικώς ή παραλλήλως με το σύμβολο της Νίκαιας. Θεολόγοι όπως οι Hort, Harnack[16], Kattenbush[17], Kuntze[18] διετύπωσαν ενστάσεις και υποστήριξαν πως το σύμβολο αυτό δεν είναι γνήσιο της συνόδου, αλλά μεταγενέστερο. Στο κέντρο των επιχειρημάτων τους βρέθηκαν τόσο οι αλλαγές στο σύμβολο, που θεώρησαν ότι άλλαζαν τη μορφή και τη σύσταση του συμβόλου της Νίκαιας, όσο και οι προσθέσεις που καθαυτούς αλλοίωναν το σύμβολο και ήσαν αντίθετες προς τον πρώτο κανόνα. Ως θέση πρότειναν πως η βάση βεβαίως είναι το σύμβολο της Νίκαιας, αλλά με προσθήκες και βελτιώσεις εν ταις κατηχήσεσι του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ταυτόχρονα θεμελίωναν αυτή την άποψη στηριζόμενοι πως ουδέποτε ενεφανίσθη με αυτή τη μορφή το σύμβολο των ρν΄ πατέρων έως της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.

Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να ισχύει, καθώς παρά τις σποραδικές μαρτυρίες που υπάρχουν, φαίνεται πως το σύμβολο αυτό ή η ομολογία ήταν γνωστή από το Θεόδωρο Μοψουεστίας, το Νεστόριο, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, το Διογένη Κυζίκου κ.α. [19] . Η σπάνια χρήση του, αφενός εξηγείται από το ότι δεν είχε λάβει όντως αρχικώς οικουμενική διάσταση η σύνοδος[20][21], παρά την άμεση ανακήρυξή της, όπως ανωτέρω κατεδείχθη, αλλά και από το ότι δεν θέλησαν οι πατέρες να υποβιβάσουν την σύνοδο της Νίκαιας, αφού ο αγώνας για 50 έτη κατά των ετεροδόξων είχε επικεντρωθεί στο κύρος του συμβόλου της Νίκαιας[22]. Μάλιστα στον Αγκυρωτό του Επιφανίου που συνετάχθη επτά έτη νωρίτερα της συνόδου φέρεται να υπάρχει εξ ολοκλήρου το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, αλλά η έρευνα έχει καταλήξει πως πρόκειται για ύστερη αντικατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας. Πέραν τούτου, ο Ιωάννης Καρμίρης συμφωνώντας με τον Η. Schwarz, παρατηρεί πως «ουδείς … κατελάχιστον ημφεσβήτησε την ύπαρξιν ή τη γνησιότητα ή το κύρος του συμβόλου Κπόλεως, αλλά πάντες ομοφώνος απεδέχθησαν αυτό ως πρϋπάρχον κοινόν και γνήσιον Σύμβολον, συμπεριλαμαβανομένων και των παπικών αντιπροσώπων»[23][24] κατά τη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο.

Οι Hort καιHarnack επίσης υποστήριξαν πως οι κοινές λέξεις, συμβόλου Νικαίας και Συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινούπολης, είναι 33 προς τις 178, ενώ αυτές είτε είναι πρωτότυπες, είτε εκλείφθησαν από άλλο σύμβολο. Ο Schmidt αναιρώντας αυτή την άποψη υποστήριξε πως 86 λέξεις είναι κοινές, ενώ κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, αν αφαιρέσουμε τις προσθήκες περί του Αγίου Πνεύματος και ύστερα, 76 από τις 126 είναι κοινές δηλαδή τα 3/5. Αλλά και πάλι θεωρεί πως αυτή η αρίθμηση είναι εσφαλμένη, καθώς ως λέξεις περιλαμβάνονται και τα άρθρα, οι σύνδεσμοι και οι προθέσεις. Έτσι παρατηρώντας το σύμβολο της Νίκαιας ανευρίσκουμε 140 λέξεις εκ των οποίων 87 είναι κύριες λέξεις, 23 είναι προθέσεις, 22 σύνδεσμοι και 28 άρθρα. Αφαιρώντας τους αναθεματισμούς τελικά παρατηρεί πως από τις 56 κύριες λέξεις[25] του συμβόλου της Νίκαιας, οι 53 χρησιμοποιήθηκαν στο σύμβολο Νίκαιας- Κωνσταντινούπολης[26], ενώ στο εν λόγω σύμβολο οι παραλειπόμενες 3 λέξεις από το σύμβολο της Νίκαιας αντικαταστάθηκαν από 19 λέξεις, πλειάδα των οποίων είχαν φιλολογικό χαρακτήρα[27] λόγω λεξικών αναγκών, που επιβάλλονταν για λόγους ύφους, ευφωνίας και ρυθμού, ώστε να διευκολύνουν την απομνημόνευση και την εμμελή ανάγνωση[28]. Την ίδια στιγμή η ομοιότητα του Κυριλλικού συμβόλου αγγίζει τις 38 λέξεις από τις 170. Διάθεση μάλιστα για προσθήκες, οι οποίες δε θα συνιστούσαν μεταβολή αλλά συμπλήρωση, λόγω ελλείψεων στο σύμβολο, είχαν εκφραστεί και από τον πρωτεργάτη σύγκλησης της συνόδου Μέγα Βασίλειο, αναφέροντας πως «πλην της εις το Πνεύμα το άγιον δοξολογίας, δια το εν παραδρομή τους πατέρας ημών τούτου του μέρους επιμνησθήναι, ούπω κατ’αυτό ζητήματος τότε κεκινημένου…εκτός του προκοπής τινά αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως»[29].


O Μέγας Βασίλειος Πρόδρομος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου


Η παραδοχή βέβαια πως η νέα αυτή προσπάθεια δεν αλλοιώνει το σύμβολο της Νίκαιας θεμελιώθηκε και με διαφορετικούς τρόπους, αλλά και με σοβαρά επιχειρήματα εκατέρωθεν. Έτσι κατά βάση είναι πιστευτό πως το σύμβολο αποτελεί το ίδιο σύμβολο το οποίο αναδεικνύει «πλατύτερον» την πίστη της συνόδου της Νίκαιας[30]. Συνάμα, η ταυτόχρονη διακήρυξη προς τον αυτοκράτορα πως στόχος της συνόδου ήταν και η διατύπωση «σύντομων όρων» ενίσχυσε προς αυτή την κατεύθυνση την έρευνα, συμπληρωματικά με τα παραπάνω. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα διατυπώνονται απορίες γιατί εφόσον πραγματικώς το σύμβολο αυτό είχε στόχο να αντικαταστήσει το σύμβολο των «τιη΄ πατέρων», πληρώνοντας το λογικό κενό που υπήρχε με την εμφάνιση νέων δοξασιών, αγνοήθηκε πλήρως κατά τις συζητήσεις μεταξύ Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννη Αντιοχείας για την αποκατάσταση κοινωνίας των δύο εκκλησιών κατά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο[31] (παρά την άποψη του H.Scwhartz ότι επικυρώθη υπό της τρίτης οικουμενικής συνόδου, άποψη που κρίνεται εσφαλμένη λόγω λάθος εκτίμησης και κατανόησης ενός χωρίου κυρώσεως παπικών αντιπροσώπων[32], αφού η αναφορά γίνεται τελικά προς το σύμβολο της Νίκαιας και όχι το Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης); Για πιο λόγο εμφανίζεται σποραδικά μέχρι την επισημοποίηση του από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η κατά γράμμα ερμηνεία του πρώτου κανόνα δεν αφήνει περιθώριο για σύνταξη νέου κανόνα; Από κάποιους θεολόγους[33] αυτό πιθανώς ερμηνεύεται ότι το σύμβολο τέθηκε ως μια ομολογία πίστης η οποία αναγνωρίστηκε από την Δ΄ οικουμενική σύνοδο ως σύμβολο, εξού και κατά την διάρκεια τη συνόδου αυτής ανεγνώσθησαν και τα δύο σύμβολα[34], κατά άλλους η σύνοδος συνέταξε δικό της νέο σύμβολο παραλλήλως προς της Νίκαιας, προς αντιμετώπιση της νέας δογματικής κατάστασης[35], ενώ τέλος, κατά μια άλλη προσέγγιση, το σύμβολο αυτό κατά το ρηθέν του Μεγάλου Βασιλείου αποτέλεσε τη φυσική συμπλήρωση του ελλειπόντων ζητημάτων του προϋπάρχοντος[36].




ΠΗΓΗ:el.orthodoxwiki.org

Προσευχή> Σχέδιο Εγκάρδιας Προσευχής

(Ανάλυση ή «παραλλαγές» του «Ελέησόν εμέ»)


Από το βιβλίο «Από το Άγιον Όρος με αγάπη», (σελ. 234).



www.imlemesou.org/dev/index.phpoption=com_content&task=view&catid=55&id=1143.&Itemid=158




Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε και Λόγε του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος είμαι γω, ως θέλεις και ως οίδας, -δια των ευχών της Παναγίας Σου Μητρός, του Αγίου Νικολάου και των Αγίων Πάντων- ελέησόν με τον αμαρτωλό και ταλαίπωρο. Σε παρακαλώ πάρα πολύ, λυπήσου με, Χριστέ μου. Συγχώρεσε όλες μου τις εν λόγω, έργω και κατά διάνοιαν αμαρτίες από τη γέννησή μου μέχρι τη στιγμή αυτή, όλα μου τα λάθη και τις παραλείψεις, την άγνοια και τη νεότητά μου.


Ω Κύριε Ιησού Χριστέ μου, σε ικετεύω, προστάτεψέ με από την πλάνη, από πάσης επηρείας του Πονηρού, από τα πάθη και τις αδυναμίες μου. Δος μου τη δύναμη και τη θέληση να μην ξαναμαρτήσω ποτέ. Προστάτεψέ με από τους λογισμούς της πονηρίας και της ματαιοδοξίας, από την αργολογία και την κατάκριση. Άνοιξε τα μάτια της ψυχής μου, φώτισε το σκοτάδι του νοός μου. Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, καν θέλω, καν μη θέλω, σώσον με. Σε θερμοπαρακαλώ, μην επιτρέψεις να κολασθώ, γλύτωσέ με από τη φρικτή θέα και τα φοβερά νύχια του μισόκαλου εχθρού. Δεν θέλω, Χριστέ μου, να χωρισθώ ποτέ από κοντά Σου, από την ευλογία και τον φωτισμό Σου, όπου αναπαύεται κι ευφραίνεται η ψυχή μου.


Ω Κύριέ μου, δος μου μετάνοια. Πάρε με κοντά σου σε καλή ώρα, ν΄ απολαύσω το άρρητο φως και τα αιώνια αγαθά Σου. Παραχώρησέ μου -κατ΄άκραν οικονομία και συγκατάβαση- τον έσχατο τόπο του Παραδείσου. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου. Οικονόμησέ με, Χριστέ μου, ελάφρυνε το σταυρό μου, δος μου δύναμη να τον σηκώσω ανδρεία και υπομονετικά. Μην επιτρέψης να περιπλανηθώ σε δρόμους απωλείας, φύλαξέ με από τη μη κατά Θεόν λύπη, μην αφήσης να με παρασύρη ο άθεος και μάταιος κόσμος.


Λυπήσου με, Χριστέ μου, Σωτήρα και Λυτρωτά μου, μη μ΄ εγκαταλείψεις ποτέ. Δος μου πίστη δυνατή και προσευχή καθαρή, ταπείνωση και διάκριση, σύνεση και φρόνηση, ευλάβεια και κατάνυξη, θείο ζήλο να τηρώ τις εντολές Σου και αγάπη ανιδιοτελή προς όλους τους ανθρώπους. Φώτισέ με να γνωρίσω την αθλιότητά μου, δος μου δάκρυα να κλάψω τις αμαρτίες μου. Δος μου ανδρεία και αντοχή σωματική και πνευματική. Δος μου θάρρος, ελπίδα, αισιοδοξία, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοπεποίθηση. Γέμισέ με χάρες κι ευλογίες. Με την ευλογία Σου και τη συμπαράστασή Σου, κάνε με άξιο των καιρών δούλο Σου. Χρησιμοποίησέ με για τη σωτηρία και άλλων αδελφών. Φώτισε τον πνευματικό μου Πατέρα να με οικονομεί και να με οδηγεί σωστά. Γνώρισέ μου συνεργάτες καλούς και φίλους πνευματικούς.


Ω Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε και προστάτεψε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, φώτισε τους απανταχού της γης Έλληνες να φροντίσουνε για την Αιωνιότητα μέσω της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ειρήνευσε τον κόσμον όλον και οδηγήσέ τονε κοντά Σου. Μνήσθητι, Κύριε, και πάντων των εντειλαμένων εμοί τω αναξίω εύχεσθαι υπέρ αυτών. Οδήγησε στη σωτηρία όσους με αγαπούν ή μισούν, και όσους με έχουν αδικήσει. Προστάτεψε από τους εχθρούς και τον Αντίχριστο την πατρίδα μας και τους αδικουμένους. Οικονόμησε τις χήρες, τα ορφανά, τους νέους, τους φτωχούς, τους πολυτέκνους, τους ασθενείς, τους κατακοίτους, τους οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων, και τους όπου γης αλυτρώτους αδελφούς μου. Φώτισε κι ευλόγησε τους Ορθοδόξους Κληρικούς και Μοναχούς. Ανάπαυσε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, τους από περάτων έως περάτων της Οικουμένης και απ΄ αρχής μέχρι των εσχάτων κεκοιμημένους. Μνήσθητι, Κύριε, και των δούλων Σου...


Πανάγιον Πνεύμα, θησαυρέ των αγαθών και πανταχού παρόν, η θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, Παράκλητε αγαθέ, ελθέ και σκήνωσον εν εμοί τω αμαρτωλώ, γέμισέ με χάρες κι ευλογίες, και κάνε με άξιο των καιρών δούλο Σου. Άνοιξε τα μάτια της ψυχής μου, φώτισε το σκοτάδι του νοός μου, θρόνιασε μέσα στην καρδιά μου τη θεία χάρη Σου, για να ΄μαι στέρεος στην πίστη και πλήρης θείου φωτισμού.


Ω Παναγιά μου! Ευχαριστώ! Ω Χριστέ μου! Σε υπερευχαριστώ, που με έφερες στο δρόμο της σωτηρίας και χαίρεται η ψυχή μου. Σ΄ ευχαριστώ για όλα τα καλά που μου ΄χεις δώσει, που τα ξέρω ή δεν τα ξέρω. Σ΄ ευχαριστώ, Χριστέ μου, και για όλα τα κακά, που από αγάπη έχεις επιτρέψει να πάθω για την ωφέλεια της ψυχής μου. Πάντων ένεκεν ας είναι δοξασμένο το Άγιο Όνομά Σου. Δόξα Σοι, Κύριε Παντοδύναμε. Δόξα Σοι, Αιώνιε Βασιλεύ. Τριάς Αγία, Δόξα Σοι!





ΠΗΓΗ:www.imlemesou.org



********************

Προσευχή> Εγκυκλοπαιδική προσέγγιση της λέξης

Κάθε πιστός γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη λέξη. Τι λένε όμως γι' αυτή τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες της Αγίας Γραφής; Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε μερικά αποσπάσματα για τη λέξη αυτή, και για το πώς εφαρμόσθηκε διαχρονικά, σε όλη την ιστορία της Αγίας Γραφής, από τους πιστούς.



Α. Οι λέξεις: "Προσευχή" και "Προσεύχομαι" στο "Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης"

(Δ. Δημητράκου Εκδόσεις Δομή Α.Ε.)



1. Προσευχή

1. Η προς θεόν τινα παράκλησις, δέησις. 2. τόπος προσευχής, ιδ. ευκτήριος οίκος, προσευκτήριον. 3. ωρισμένον κείμενον δεήσεων προς τον Θεόν.



2. Προσεύχομαι


1. Δέομαι, παρακαλώ, ικετεύω τον Θεόν, κάνω την προσευχήν μου. (π.χ. Ευρ. Ιππ. 116, Ξεν. ΚΠ 2,1,1: «προσευξάμενοι θεοίς και ήρωσι»). 2. μετά αιτιατικής: προσφωνώ εν προσευχή. 3. απολ. λατρεύω, τιμώ. 4. μτ. Αιτ. πράγμ. Παρακαλών ζητών την επίτευξίν τινος. 5. ρηματ. π. Προσευχή, προσευκτήριον, προσευχητήριον, προσευχητάριον.



Β. Απόσπασμα από το "Νέον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής", στη λέξη: "Προσευχή"

(Γ. Ζ. Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1985. Εκδόσεις «Ο Λόγος». Σελ. 749 – 752)


Προς εύχομαι και ευχή. Επίσης και «οίκος προσευχής» (Ησαϊας 56:7, Ματθαίος 21: 13, Λουκάς 19: 46). Προσεύχομαι, παρακαλώ για χάρη κάποιου πράγματος. Ικεσία προς τον Θεό. Δέηση. Διάλογος με τον Θεό. Προσευχή είναι ο βαθύτερος και ειλικρινής πόθος της ψυχής προς επικοινωνίαν με τον Θεό. Μια προσευχή που δεν περιλαμβάνει το στοιχείο της ειλικρίνειας, τού πόθου προς επικοινωνία, δεν είναι δυνατόν να είναι αποτελεσματική.

Η προσευχή αν και αποτελεί μέρος της από κοινού λατρείας, εν τούτοις περιέχει ένα πρόσθετο στοιχείο, το αίτημα. Μέσω της προσευχής και ικεσίας προς τον Θεό ζητούμε κάτι καλό ή αποφυγή από κάποιο κακό. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα της προσευχής, αν δεν έχουμε επίγνωση πραγματική ότι ο Θεός είναι αυτός που απαντά σε αυτήν.


Η πρώτη υποδειγματική προσευχή πάνω σε γενικά θέματα που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, είναι η προσευχή του Δαβίδ πριν από τη νίκη του κατά των Φιλισταίων (Β' Σαμουήλ 7:18-29). Εξήντα πλήρεις Ψαλμοί, όπως και 14 μέρη Ψαλμών, τοποθετούνται στην κατηγορία των προσευχών.

Κατά την περίοδο των Πατριαρχών η προσευχή περιοριζόταν στην επίκληση απλώς του ονόματος του Θεού (Γένεση 4:26, 12:8, 21:33). Προσευχές ήταν στενά συνυφασμένες με θυσίες (Γένεση 13:4, 26:25, 28:20-22). Προσευχές του Ιακώβ συσχετίζονται με ευχή (υπόσχεση) προς τον Θεό. Με την ευχή του, που είναι προσευχή στην πραγματικότητα, ο Ιακώβ υπόσχεται υπηρεσία και υποταγή στον Θεό, εάν Αυτός του δώσει τις ευλογίες που ζήτησε (Γένεση 28:20 και εξ.).

Πολλές προσευχές, ικεσίες, του Μωυσέως γίνονταν κάτω από την ιδιότητά του ως μεσάζοντος μεταξύ τού λαού και τού Θεού (Έξοδος 32:11-13, 31, 32, 33: 12-16, 34:9, Αριθμοί 9:11-15, 14: 13-19, 21:7, Δευτερονόμιο 9:18-21, 10:10). Ο Θεός απαντούσε στις ικεσίες των δούλων Του είτε θετικά είτε διαφορετικά, κατά το θέλημά Του (Έξοδος 32:30 35). Στο Αμώς 7:1-6, «ο Κύριος μεταμελήθηκε» σχετικά με ορισμένο τρόπο ενεργείας σε απάντηση ικεσίας τού προφήτου. Στον Ιερεμία απαγορεύτηκε να δέεται υπέρ τού λαού προς τον Θεό (Ιερεμίας 7:16, 11:14, 14:11). στις περισσό τέρας περιπτώσεις,

ο Θεός έδιδε ευνοϊκές απαντήσεις στις προσευχές των δούλων Του, όπως τού Λωτ· (Γένεση 19:17-23), τού Αβραάμ (Γένεση 20: 17), τού Μωυσέως (Έξοδος 9:27-33, Αριθμοί 12:9) και Ιώβ (Ιώβ 42:8, 10).



Σε τους μετέπειτα χρόνους η προσευχή περιελήφθη στο τελετουργικό τού Ναού και της Συναγωγής. Παραλλήλως, όλοι οι διαμένοντες στην Ιερουσαλήμ Ισραηλίτες επιβαλλόταν να μεταβαίνουν κατά ορισμένη ώρα στο ιερό τού Ναού για κατ’ ιδίαν προσευχή. Δες σχετικά Λουκάς 18:10, Πράξεις 3:1.

Όσοι διέμεναν μακριά από την Ιερουσαλήμ, άνοιγαν τα παράθυρα τού δωματίου όπου προσεύχονταν, προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ και έτσι προσεύχονταν προς τον τόπο όπου ήταν η παρουσία του Θεού (Α΄ Βασιλέων 8:44-49, Ψαλμοί 5:7, 28:2, 138:2, Δανιήλ 6:10).

Οι ορισμένες ώρες προσευχής φαίνεται να ήταν τρεις (Δανιήλ 6:10), δηλαδή 1) η εσπέρα, δηλαδή η ενάτη ώρα (Πράξεις 3:1, 10:3), η ώρα της «εσπερινής θυσίας» (Δανιήλ 9:21), 2) το πρωί, δηλαδή η τρίτη ώρα (Πράξεις 2:15) δηλαδή της «πρωινής θυσίας», 3) η έκτη ώρα ή μεσημέρι.

Η επίκληση της ευλογίας τού Θεού, ευχαριστία, πριν και μετά από κάθε γεύμα είναι μία αρχαία ωραία συνήθεια, αν και αναφέρεται μόνο στην Καινή, όπως κατά τον χορτασμό των τεσσάρων χιλιάδων (Ματθαίος 15:36), των πέντε χιλιάδων (Ιωάννης 6:11), κατά το ταξίδι στη Ρώμη του Παύλου εντός του πλοίου (Πράξεις 27:35), κατά το τελευταίο Δείπνο, ο Κύριος «αφού ευχαρίστησε έκοψε» τον άρτο (Α' Κορινθίους 11: 24).



Η στάση τους κατά την προσευχή, δεν είναι καθορισμένη στην Αγία Γραφή, αλλά γενικά πιστεύεται ότι άλλοι προσευχόντουσαν όρθιοι (Α' Σαμουήλ 1:26, Δανιήλ 9:20, Ματθαίος 6:5 κτλ. ), άλλοι γονυπετείς (Α' Βασιλέων 8:54, Β' Χρονικών 6:13, Έσδρας 9:5, Δανιήλ 6:10, Λουκάς 22:41), άλλοι με υψωμένα τα χέρια και το κεφάλι σκυμμένο προς το έδαφος (Νεεμίας 8:6).

Και στις τρεις περιπτώσεις τα χέρια ήταν υψωμένα προς τον ουρανό ή με διεύθυνση προς τα «άγια των αγίων» (Α' Βασιλέων 8:22, Νεεμίας 8:6, Θρήνοι 2:19, 3:41, Ψαλμοί 28:2 κτλ.). Σε περιπτώσεις προσευχής ταπεινώσεως και μετανοίας, χτυπούσαν τα στήθη τους (Λουκάς 18:13) ή έβαζαν το πρόσωπό τους ανάμεσα στα γόνατα (Α' Βασιλέων 18:42).


Οι πλέον αξιοσημείωτες προσευχές που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι αυτή του Σολομώντα κατά την αφιέρωση του Ναού (Α' Βασιλέων 8:23-53), αυτή του Μωυσή (Ψαλμοί 90) και αυτή του Ιησού του Ναυή με τους συνεργάτες του, μετά την αιχμαλωσία (Νεεμίας 9:5 38).


Από τη ερώτηση των Μαθητών προς τον Κύριο: «δίδαξέ μας να προσευχόμαστε» (Λουκάς 11:1), όπως και από τις παραδόσεις των Ιουδαίων, πληροφορούμαστε ότι οι δάσκαλοι και οι θρησκευτικοί τους ηγέτες, όπως ο Ιωάννης, δίδασκαν στους ακολούθους τους να προσεύχονται.

Οι προσευχές των Χριστιανών έχουν φυσικά ως βάση την Κυριακή Προσευχή, αλλά οδηγούνται και από το πνεύμα της προσευχής τού Κυρίου στη Γεθσημανή, όπως και αυτή που περιγράφεται στο 17ο κεφάλαιο τού Ιωάννη, πριν από το Πάθος.

Η επίδραση των προσευχών αυτών από το παραπάνω πνεύμα γίνεται περισσότερο καταφανής στις προσευχές που περιέχονται στις επιστολές, όπως Ρωμαίους 16:25-27, Εφεσίους 3:14-21, Φιλιππισίους 1:3-11, Κολοσσαείς 1:9-15, Εβραίους 13:20, 21, Α' Πέτρου 5:10, 11 κτλ. ).

Στην Καινή Διαθήκη δεν καθορίζεται ορισμένος τόπος ή χρόνος προσευχής, καθότι ο Θεός είναι άχρονος και πανταχού παρών (Ιωάννης 4:21 -24). Δες και Ματθαίος 7:7-11, Φιλιππισίους 4:6, Α' Τιμόθεον 2:1-3, Α΄ Θεσσαλονικείς 5:17, Β' Θεσσαλονικείς 3:1, Ιάκωβος 1:5.


Η προσευχή διακρίνεται σε ατομική, οικογενειακή και κοινή. Ως προς το περιεχόμενο, διακρίνεται σε αίτηση ή ικεσία, ευχαριστία για τις ευεργεσίες του Θεού προς εμάς, σε δοξολογία και τέλος εξομολόγηση και αίτηση προς συγχώρηση των αμαρτιών μας.

Στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται αρκετές προσευχές προς τον Πατέρα του Κυρίου μας, οι οποίες και αποτελούν υποδειγματικούς τύπους προσευχής. Τέτοιες είναι οι αναφερόμεναι στο Ματθαίο 11:25, 26, Ιωάννης 6:11, 11:41, 42, Ματθαίος 26:39, Ιωάννης 17:1, 2, όπως και οι προσευχές προς τον Πατέρα, που έγιναν όταν ο Κύριος ήταν πάνω στο Σταυρό «Ηλί, Ηλί… », «Πάτερ, στα χέρια σου… » (Ματθαίος 27:46, Λουκάς 23:46).



Ο Κύριος έδωσε ορισμένες παραγγελίες όπως και υποσχέσεις σε σχέση με την προσευχή
. Έτσι, συνιστά την αποφυγή της υποκρισίας κατά την προσευχή (Ματθ. 6:5), της βατολογίας ή πολυλογίας (6:7), της επιδείξεως (6:5, 6) και άλλα. Μετά δε το υπόδειγμα της Κυριακής Προσευχής, ο Κύριος δίνει και υποσχέσεις εκπληρώσεως, όπως «αιτείτε και θα σας δοθεί… » (7:7), «πας ο αιτών λαμβάνει… » (7:8), «όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα λάβετε» (21:22).



Γ. Απόσπασμα από το Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας για τη λέξη: Προσευχή:

Έκδοση «Βιβλικό Κέντρο Άρτος Ζωής» Αθήνα 1980. Μετάφραση Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν, Γεωργίου Γρατσέα, Γαβριήλ Μαραγκού, Γεωργίου Ρηγόπουλου, Σεβαστιανού Φρερή, Καίτης Χιωτέλλη. (Στήλη 858 – 865).



1. Η προσευχή στην ιστορία του Ισραήλ

Η πιο σταθερή συνισταμένη των προσευχών της Παλαιάς Διαθήκης είναι αναμφίβολα η άμεση σχέση τους με τα γεγονότα: προσεύχεται κανείς με αφορμή αυτό που συνέβη, αυτό που συμβαίνει και για να συμβεί κάτι, ώστε να δοθεί στη γη η σωτηρία τού Θεού. Το περιεχόμενο λοιπόν της προσευχής του Ισραήλ την τοποθετεί σε ιστορικά πλαίσια.

Από την πλευρά της, και η ιερή ιστορία χαρακτηρίζεται από την προσευχή: Εντυπωσιάζει η διαπίστωση ότι τόσες μεγάλες στιγμές αυτής της ιστορίας συνοδεύονται από την προσευχή των μεσιτών και ολόκληρου του λαού, που στηρίζονται στη γνώση της θείας οικονομίας για να πετύχουν την επέμβαση τού Θεού στην παρούσα στιγμή. Θα δοθούν μόνο μερικά παραδείγματα, που αργότερα η προσευχή του Χριστού και της Εκκλησίας θα έρθουν να τα επιβεβαιώσουν.


1. Ο Μωυσής. — Είναι εκείνος που κυριαρχεί σε όλες τις προσευχόμενες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Η προσευχή του, τυπική προσευχή μεσολαβήσεως, προαναγγέλλει την προσευχή τού Ιησού. Για χάρη του Μωυσή ο Θεός σώζει το λαό (Έξοδος 33,17), από τον οποίο ξεχωρίζει καθαρά ο Μωυσής (32,10· 33,6).

Η προσευχή αυτή είναι δραματική (32,32). Τα επιχειρήματά της ακολουθούν το σχήμα κάθε δεήσεως: — επικαλείται την αγάπη τού Θεού: «ότι λαός σου το έθνος το μεγάλο αυτό» (33,13· βλέπε 32,11· Αριθμοί 11,12), — τη δικαιοσύνη και την πιστότητά του: για να σε αναγνωρίσουν, θυμήσου τις προηγούμενες ενέργειές σου, — υπογραμμίζει τη δόξα του Θεού: τι θα πουν οι άλλοι αν μας εγκαταλείψεις; (Έξοδος 32,11-14). Επίσης, από την προσευχή, μια προσευχή με πιο δραματικό χαρακτήρα και που μεταμορφώνει το Μωυσή για το καλό των άλλων (34,29-35), εκπηγάζει και το νομοθετικό του έργο.

Ο κύκλος του Μωυσή διατηρεί τέλος την ανάμνηση και τον τύπο μιας διαστροφής της προσευχής: «πειράζει τον Θεό», στην περίπτωση αυτή η προσευχή, αντί να επικαλείται τη χάρη για την επιτέλεση της θείας οικονομίας, ακολουθεί τον κατήφορο της επιθυμίας: στο επεισόδιο της ερήμου Μεριβά και στο επίπεδο των ορτυκιών ο Θεός τίθεται σε δοκιμασία (Έξοδος 16,7- Ψαλμοί 77· 105,32). Είναι σαν να του λένε ότι θα πιστέψουν αν ικανοποιήσει την επιθυμία τους (βλέπε Ιουδήθ 8,11-17). Πρόκειται για αντιπροσευχή.


2. Βασιλείς και Προφήτες. — Η μεσσιανική αγγελία τού Προφήτη Νάθαν προκαλεί την προσευχή του Δαβίδ, της οποίας η ουσία βρίσκεται στη φράση: «Κύριε, το ρήμα με το οποίο μίλησες… πίστωσε έως τού αιώνα» (Β΄ Βασιλέων 7,25. βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8, 26). Επίσης ο Σολομών στα εγκαίνια του Ναού περιλαμβάνει στην προσευχή του όλες τις επερχόμενες γενεές (Τελετουργία των Εγκαινίων: Γ΄ Βασιλέων 8,10-61).

Κυριαρχεί σ' αυτή το στοιχείο της συντριβής (Γ΄ Βασιλέων 8,47), που ξανασυναντάται μετά την καταστροφή του Ναού (Βαρούχ 2,1—3,8 Νεεμίας 9). Διασώθηκαν κι άλλες βασιλικές προσευχές (4 Βασιλέων 19,15-19· 2 Παροιμίες 14,10· 20,6-12· 33,12. 18). Η προσευχή του βασιλιά για το λαό αποτελούσε ασφαλώς μέρος των επίσημων καθηκόντων του.


Η εξουσία να μεσολαβεί (Γένεση 18,22-32) κάνει τον Αβραάμ άξιο του τίτλου τού Προφήτη (20,7). Οι Προφήτες υπήρξαν άνθρωποι της προσευχής (Ηλίας: Γ΄ Βασιλέων 18,36 από· βλέπε Ιάκωβος 5,17 από) και, όπως ο Σαμουήλ (βλέπε Ιερεμίας 15,1), ο Αμώς (Αμώς 7,1-6), αλλά προπάντων ο Ιερεμίας, μεσολαβητές. Η παράδοση βλέπει τον Ιερεμία ως τον «πολλά προσευχόμενο περί του λαού και της αγίας πόλης» (Β΄ Μακκαβαίων 15,14). Το έργο τού μεσολαβητή προϋποθέτει μια σαφή συνείδηση της διακρίσεως και συνάμα της σχέσεως που δημιουργείται ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία.

Σ' αυτή τη συνείδηση (βλέπε επίσης Ιερεμίας 51,1-5) οφείλεται ο πλούτος της προσευχής του Ιερεμία, που είναι παράλληλη σε πολλά σημεία με την προσευχή του Μωυσή, αλλά πολύ πιο παραστατική. Άλλοτε ζητάει τη σωτηρία τού λαού (Ιερεμίας 10,23· 14,7 από. 19-22· 30, 3… ) που τις θλίψεις του τις βλέπει σαν δικές του (4,19· 8,18-23· 14,17 από). Άλλοτε παραπονείται για το λαό (15,10 12,1-5) και μάλιστα κραυγάζει για εκδίκηση (15,15· 17,18· 18,19-23). Άλλοτε πάλι κλαίει τη μοίρα του (20,7-18… ). Ανάμεσα σ' αυτές τις προσευχές και στη συλλογή των Ψαλμών υπάρχουν πολυάριθμες σχέσεις μορφής και περιεχομένου.

Ο Έσδρας και ο Νεεμίας προσεύχονται επίσης τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους άλλους (Εσθήρ 9,6-15- Νεεμίας1,4-11). Το ίδιο αργότερα και οι Μακκαβαίοι δεν πολεμούν χωρίς να προσευχηθούν (Α΄ Μακκαβαίων 5,33· 11,71· Β΄ Μακκαβαίων 8,29· 15, 20-28). Η σπουδαιότητα της τυποποιημένης προσωπικής προσευχής γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στα μεταιχμαλωσιακά βιβλία που προσφέρουν έτσι πολύτιμες μαρτυρίες (Ιωνάς 2,3-10· Τωβίτ 3,11-16· Ιουδίθ 9,2-4· Εσθήρ 4,17).


Οι προσευχές αυτές γράφτηκαν για να διαβαστούν μέσα σε μια διήγηση, και στη συνέχεια μπορούν να γίνουν προσωπικές προσευχές, πράγμα στο οποίο παροτρύνει και η Εκκλησία. Ο σκοπός όμως αυτών που μάζεψαν τους Ψαλμούς σε μια συλλογή ήταν για να χρησιμοποιηθούν ως προσευχές.


+ + + + + + + + + + + + + + + + + + + + + +


Ο παγκόσμιος χαρακτήρας των Ψαλμών τους ξεχωρίζει από τις άλλες προσευχές τού Ισραήλ που καμιά δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους.



2.
Οι Ψαλμοί, προσευχή της Συνάξεως

Τα θαυμαστά του Θεού (Ψαλμοί 103), οι εντολές (Ψαλμοί 14· 80… ), οι προφητείες (Ψαλμοί 49… ), η σοφία (Ψαλμοί 36… ), όλη η Βίβλος σαν μέσα από τριχοειδή αγγεία καταλήγει στους Ψαλμούς και γίνεται προσευχή. Εκείνο που είχε πρωτεύοντα ρόλο στη συγκρότηση του Ψαλτηρίου, όπως και στην υιοθέτησή του από την Εκκλησία, ήταν το αίσθημα της ενότητας της προσευχής του εκλεκτού λαού.

Δίνοντάς μας το Ψαλτήριο, ο Θεός μας βάζει στα χείλη τις λέξεις που θέλει να ακούσει, μας επισημαίνει τις διαστάσεις της προσευχής.


1.
Κοινή και ατομική προσευχή. — Συχνά ολόκληρος ο λαός σκιρτά, θυμάται ή θρηνεί: «θυμήσου», «έως πότε;» (Ψαλμοί 43· 73· 76), ή ακόμη η κοινότητα των ευσεβών (Ψαλμοί 41,5· οι ωδές των αναβαθμών… ). Συχνά μνημονεύεται ο ναός, παρών ή μακρινός, ως τόπος στον οποίον αντηχεί η προσευχή της κοινότητας (Ψαλμοί 5,8- 27,2· 47,10… ). Λέει κανείς ότι είναι από τους δικαίους (Ψαλμοί 118,63). Αυτοί χρησιμεύουν ως επιχείρημα: ας μη χάσουν την πίστη τους βλέποντας μας να πέφτουμε (Ψαλμοί 68,7). Αυτούς θα ενημερώσει κανείς όταν θα εισακουστεί από τον Θεό (Ψαλμοί 21,23 = Εβραίους 2,12).

Παρά τη συχνή επανάληψη των ιδίων εκφράσεων, το Ψαλτήριο δεν είναι ένα απλό τελετουργικό ή τυπικό βιβλίο. Ο αυθόρμητος τόνος τοποθετεί την προέλευση ιών Ψαλμών στην προσωπική εμπειρία. Εκτός από τις καθαρά ατομικές προσευχές, η θέση κυρίως που παρέχεται στο βασιλιά δείχνει την ίση σπουδαιότητα που δίνεται στο άτομο και στην κοινότητα: ο βασιλιάς αποτελεί το κατ' εξοχήν μοναδικό πρόσωπο, και συνάμα η κοινότητα βρίσκει σ' αυτό το ζωντανό της σύμβολο. Η παραδοσιακή απόδοση της συλλογής στο Δαβίδ, που ήταν ο πρώτος ψαλμωδός, δείχνει τη σχέση της συλλογής αυτής με τη μεσιτική προσευχή του Ιησού, υιού του Δαβίδ.

2. Προσευχή δοκιμασίας. — Η προσευχή των Ψαλμών έχει ως αφετηρία την ύπαρξη τού ανθρώπου στις διάφορες φάσεις της. Πολύ λίγο αισθάνεται κανείς την αύρα της μοναξιάς (Ψαλμοί 54,7- 10,1). Περισσότερο ακούει κανείς τους δημόσιους χώρους και τον πόλεμο (Ψαλμοί 54· 58· 21,13 από. 17), πράγμα που καθιστούσε το κείμενο πιο χαώδες και θορυβώδες απ’ ό,τι θα περίμεναν ορισμένοι από ένα βιβλίο προσευχών.

Αν επικαλείται κανείς τον Θεό με κραυγές και στεναγμούς (Ψαλμοί 68,4· 6,7· 21,2· 101,6), είναι γιατί διακυβεύονται τα πάντα και χρειάζεται τον Θεό με ολόκληρο το είναι του, με το σώμα και την ψυχή (Ψαλμοί 62,2). Το σώμα, με τις δοκιμασίες και τις χαρές του, κατέχει σ' αυτές τις προσευχές τη θέση που έχει και στη ζωή (Ψαλμοί 21· 37… ). Ο Ψαλμωδός αναζητεί όλα τα αγαθά, (Ψαλμοί 4), και δεν τα περιμένει παρά μόνο από τον Θεό.


Επειδή θέλει και να ζήσει με τον Θεό και να πορεύεται εδώ κάτω στη γη, ετοιμάζεται για το χωνευτήρι της δοκιμασίας. Έξω από αυτή την προοπτική —την εμπειρία της συμπεριφοράς του Θεού στους δρόμους που ακολουθεί ο άνθρωπος—, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την προσευχή του. Οι κραυγές της ικεσίας ξεκινούν από τις στιγμές στις οποίες τίθεται σε δοκιμασία η προσδοκία της πίστεως: αποτυγχάνει ναι ή όχι το λυτρωτικό σχέδιο του Θεού για το άτομο ή για το λαό;

Γύρω από τον ικέτη αγνοούν την προσευχή (Ψαλμοί 52,5) ή τον ειρωνεύονται λέγοντας «πού είναι ο Θεός σου;» (Ψαλμοί 41,4). Αναρωτιέται και ο ίδιος (Ψαλμοί 41—42· 72): η βεβαιότητα του δεν είναι τέτοια, ώστε η ζωή να μην μπορεί κάτι να της αφαιρέσει ή κάτι να της προσθέσει. Αυτό ρίχνει φως στα χωρία εκείνα, στα οποία η αθωότητα αυτοπροβάλλεται όχι από απλή αυταρέσκεια, αλλά εξαιτίας της παρουσίας του κινδύνου και γιατί ο πάντοτε παρών ·εχθρός την αρνείται (Ψαλμοί 7,4 από· 25).


3. Προσευχή με βεβαιότητα. — Η επωδός στις προσευχές των Ψαλμών είναι το batah, το «πεποιθέναι» (Ψαλμοί 24,2· 54,24). Αυτή η εμπιστοσύνη στον Θεό και στην πρόνοιά του, που περνάει από το γέλιο στα δάκρυα και αντίστροφα (Ψαλμοί 22,4· 115,10· 118,143), κρατάει την Ισορροπία ανάμεσα στη δέηση και στην ·ευχαριστία. Συμβαίνει μάλιστα να εκφράζει κανείς ευχαριστίες πριν να λάβει ό,τι ζήτησε (Ψαλμοί 21,25 και εξής· 139,14· βλέπε Ιώβ 11,41). Οι Ψαλμοί που περιέχουν μόνο αίνο αποτελούν ένα σπουδαίο μέρος της συλλογής. Οι τρεις νέοι που, όλοι μαζί, υμνούν τον Θεό μέσα στο καμίνι, αποτελούν για τον Ψαλμωδό μια εικόνα τυπική τού είδους.


4. Προσευχή στην αναζήτηση τού αληθινού αγαθού. — Περιμένοντας κάθε αγαθό από τον Θεό, ο άνθρωπος αποκαλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του ανακαλύπτοντας ότι μ' αυτό το αγαθό τού προσφέρεται ο ίδιος ο Θεός. Σε ορισμένους ψαλμούς υπογραμμίζεται η χαρά να ζει κανείς κάτω από το βλέμμα του Θεού, να είναι μαζί του, να κατοικεί στον οίκο του (Ψαλμοί 15· 22· 24,14· 64,5· 90· 118,33 και εξής).

Όσο για την ελπίδα ότι θα επιτρέψει ο Θεός στον άνθρωπο να φθάσει ως τη δική του ζωή, δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η προσευχή των ψαλμών τρέφεται με μια τέτοια ελπίδα, υπάρχει όμως η προαίσθηση αυτής της δωρεάς (Ψαλμοί 72,24 και εξής·15). Όποιος διαμορφώνεται με την προσευχή των ψαλμών προετοιμάζεται να τη δεχτεί, και θα βρει σ’ αυτούς πώς να εκφράσει αυτή την εμπειρία.


5. Το Ψαλτήριο, προσευχή του Ιησού. — Γιατί η αποκάλυψη τού Χριστού θα επιτρέψει μια μετάθεση και έναν εμπλουτισμό των ελπίδων τού ψαλμωδού. Δε θα εξαλείψει όμως τη ρίζα που έχουν αυτές οι ελπίδες στην ανθρώπινη κατάσταση μας. Εκτός απ’ αυτό, πριν από κάθε μετάθεση, η χρήση των Ψαλμών θα μπορέσει να γίνει από το Χριστό, γιατί οι Ψαλμοί θα είναι η προσευχή του (βλέπε Ματθαίος 26,30). Θα διαμορφωθεί απ’ αυτούς, όπως και όλο του το περιβάλλον. Μια ·ευσέβεια που θα επιθυμούσε να «μάθει το Χριστό» (Εφεσίους 4,20), θα μπορούσε να παραμελήσει ένα τέτοιο βασικό κείμενο;



3. Η προσευχή όπως τη διδάσκει ο Ιησούς

Με την ενσάρκωσή του, ο Υιός του Θεού τοποθετείται στο επίκεντρο της αδιάκοπης παρακλήσεως των ανθρώπων. Δίνοντας απάντηση σ' αυτή την παράκληση, την τρέφει με ελπίδα. Συγχρόνως επαινεί, ενθαρρύνει και διαμορφώνει την πίστη (Λουκάς 7,9· Ματθαίος 9,22. 29· 15,28). Η διδασκαλία του για την προσευχή τοποθετείται σ' αυτό το βιωματικό υπόβαθρο και επεκτείνεται πρώτα και αφθονότερα στον τρόπο της προσευχής παρά στην ανάγκη για προσευχή: «όταν προσεύχεστε, λέγετε… » (Λουκάς 11,2).



1. Οι Συνοπτικοί. — Το «Πάτερ ημών» αποτελεί το κέντρο της διδασκαλίας αυτής (Λουκάς 11,2 από· Ματθαίος 6,9-13). Από την επίκληση τού Θεού ως Πατέρα, που επεκτείνει την οικειότητα των Ψαλμών υπερβαίνοντάς την, διαμορφώνεται όλη η στάση τού προσευχομένου (Ψαλμοί 26,10· 102,13- βλέπε Ησαϊας 63,16-64,7). Η επίκληση αυτή είναι μια πράξη πίστεως και ήδη μια αυτοπροσφορά που τον εντάσσει στο κύκλωμα της αγάπης.

Σ' αυτό οφείλεται το γεγονός ότι ο προσευχόμενος, μολονότι βρίσκεται πλήρως στη γραμμή της βιβλικής προσευχής, δίνει προτεραιότητα στο ενδιαφέρον για την οικονομία τού Θεού: για το όνομά του, για τη βασιλεία του (βλέπε Ματθαίος 9,38), για την εκπλήρωση του θελήματός του. Αλλά ζητάει επίσης αυτό τον άρτο (που προσφέρει στη θεία Ευχαριστία), έπειτα την άφεση, αφού πρώτα συνδιαλλαγεί με τα τέκνα τού ίδιου Πατέρα, τέλος τη χάρη να μην υποκύψει στις δοκιμασίες των επερχόμενων καιρών.


Οι άλλες προτροπές, που πλαισιώνουν η συμπληρώνουν την Κυριακή προσευχή, αναφέρουν συχνά τον Πατέρα. Η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι η βεβαιότητα πώς εισακούεται κανείς αποτελεί την πηγή και την προϋπόθεση της προσευχής (Ματθαίος 18,19· 21,22· Λουκάς 8,50). Ο Μάρκος το εκφράζει αυτό με τον πιο άμεσο τρόπο: «ος μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι ά λέγει γίνεται, έσται αυτώ ό εάν είπη» (Μάρκος 11,23· βλέπε 9,23 και κυρίως Ιάκωβος 1,5-8). Αλλά, αν είναι κανείς βέβαιος ότι θα εισακουστεί, είναι γιατί προσεύχεται στον Πατέρα (Λουκάς 11,13· Ματθαίος 7,11).

Η εσωτερικότητα βασίζεται στην παρουσία του Πατέρα που βλέπει «στα κρυφά» (Ματθαίος 6,6· βλέπε 6,4. 18). Δεν πρέπει κανείς να «βαττολογεί» πληθαίνοντας τα λόγια του (Ματθαίος 6,7) σαν να ήταν μακριά μας ο Θεός, όπως ο Βάαλ που τον ειρωνεύεται ο Ηλίας (Γ΄ Βασιλέων 18,26 και εξής), τη στιγμή που ο Θεός είναι ο Πατέρας μας. Πρέπει κανείς να συγχωρεί (Μάρκος 11,25 παράβαλλε Ματθαίος 6, 14), να προσεύχεται σε ενότητα αδελφική (Ματθαίος 18,19), να θυμάται με συντριβή τα σφάλματά του στην προσευχή (Λουκάς 18,9-14).


Πρέπει να προσεύχεται κανείς ακατάπαυστα (Λουκάς 18,1· βλέπε 11,5-8): η προσκαρτερία μας πρέπει να δοκιμάζεται και η εγρήγορση της καρδιάς να εκφράζεται. Η απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής διδάσκεται στη συνάφεια των έσχατων καιρών (Λουκάς 18,1-7), που έρχονται πλησίον με το Πάθος. Χωρίς την προσευχή θα καταποντιστεί κανείς μέσα στα μέλλοντα να συμβούν (Λουκάς 21,36· βλέπε 22,39-46). Έτσι και η Κυριακή προσευχή τελειώνει με την παράκληση προς τον Θεό να μας γλιτώσει από τον αβάσταχτο πειρασμό των έσχατων καιρών.


2. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει μια πολύ ενοποιημένη θεώρηση της παιδαγωγίας της προσευχής, που έγκειται στο πέρασμα από την παράκληση στην αληθινή προσευχή, από την επιθυμία των δωρεών του Θεού στην επιθυμία της δωρεάς που προσφέρει τον ίδιο τον Θεό, όπως το διαβάζαμε ήδη στους Ψαλμούς. Έτσι η Σαμαρείτισσα οδηγείται από τις δικές της επιθυμίες ως την επιθυμία της δωρεάς του Θεού (Ιωάννης 4,10), και ο όχλος ως την «βρώση την που μένει σε ζωή αιώνιο» (6,27). Γι’ αυτό, η πίστη δεν είναι μόνο προϋπόθεση της προσευχής, Αλλά το αποτέλεσμά της: η επιθυμία εισακούεται και συνάμα εξαγνίζεται (Ιωάννης 4, 50. 53· 11,25 και εξής. 45).





4. Η προσευχή του Ιησού

1. Η προσευχή του και η αποστολή του. — Τίποτε μέσα στο Ευαγγέλιο δε φανερώνει καλύτερα την απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής όσο η θέση που παίρνει η προσευχή στη ζωή του Ιησού. Συχνά προσεύχεται στο όρος, «κατ’ ιδίαν» (Ματθαίος 14,23), μόνος (Λουκάς 9,18), ακόμη κι όταν όλος ο κόσμος τον αναζητεί (Μάρκος 1,37). Θα ήταν λάθος αν περιόριζε κανείς αυτή την προσευχή μόνο στην επιθυμία μιας σιωπηλής οικειότητας με τον Πατέρα. Η προσευχή του Ιησού αφορά την αποστολή του ή την παιδαγωγία των μαθητών, που και τα δυο μνημονεύονται σε τέσσερις αναφορές προσευχής, από το Λουκά: στη βάπτιση (3,21), πριν από την εκλογή των Δώδεκα (6,12), στη Μεταμόρφωση (9,29), πριν από τη διδασκαλία τού «Πάτερ ημών» (11,1). Η προσευχή του είναι το μυστικό που ελκύει τους πιο κοντινούς του και στο οποίο τους εισάγει ολοένα και περισσότερο (9,18).

Η προσευχή του τους αφορά: προσευχήθηκε για την πίστη των δικών του. Η στενή σχέση ανάμεσα στην προσευχή του και στην αποστολή του γίνεται φανερή με τις σαράντα μέρες στην έρημο με τις οποίες την εγκαινίασε, γιατί ξαναζωντανεύουν, ξεπερνώντας το, το παράδειγμα του Μωυσή. Η προσευχή αυτή είναι μια δοκιμασία για τον προσευχόμενο: ο Ιησούς θα θριαμβεύσει καλύτερα από το Μωυσή πάνω στο σατανικό σχέδιο να πειράξει τον Θεό (Ματθαίος 4,7 = Δευτερονόμιο 6,16) και ήδη πριν από το Πάθος του μας δείχνει ενάντια σε ποια εμπόδια θα πρέπει να θριαμβεύει και η δική μας προσευχή.


2. Η προσευχή του και το Πάθος του. — Η αποφασιστική δοκιμασία είναι η δοκιμασία τού τέλους, τότε που ο Ιησούς προσεύχεται και θέλει να προσευχηθούν μαζί του και οι μαθητές στο όρος των Ελαιών. Η στιγμή αυτή συνοψίζει όλη τη χριστιανική προσευχή. Είναι υική: «αββά», σίγουρη: «πάντα δυνατά σ’ εσένα», δοκιμασία υπακοής όπου ο πειράζων αποκρούεται: «αλλ ου τι εγώ θέλω, αλλ’ εάν τι συ» (Μάρκος 14,36). Κι ακόμα είναι διστακτική, όπως οι δικές μας προσευχές, σχετικά με το πραγματικό της αντικείμενο.


3. Η προσευχή του και η ανάσταση του. — Η προσευχή του τέλος εισακούεται, πέρα από κάθε προσδοκία. Η ενίσχυση του αγγέλου (Λουκάς 22,43) είναι η άμεση απάντηση που δίνει ο Πατέρας για την παρούσα στιγμή. Η προς Εβραίους όμως επιστολή μας δείχνει με ριζοσπαστικό και τολμηρό τρόπο ότι με την Ανάσταση εισακούστηκε αυτή η τόσο αληθινά ανθρώπινη προσευχή του Ιησού: «ος εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσενέγκας, και εισακουσθείς από της ευλάβειας… » (Εβραίους 5,7). Η ανάσταση του Ιησού, κεντρική στιγμή της σωτηρίας της ανθρωπότητας, είναι η απάντηση σ' αυτή την προσευχή τού Θεανθρώπου που επαναλαμβάνει όλα τα ανθρώπινα αιτήματα της ιστορίας της σωτηρίας (Ψαλμοί 2,8: «ζήτησε από εμένα»).


4. Η βραδιά τού Μυστικού Δείπνου. — Εδώ ο Ιησούς, αφού είπε μεταξύ των άλλων πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς, προσεύχεται έπειτα και ο ίδιος. Η διδασκαλία του επαναλαμβάνει τη γνωστή από τους Συνοπτικούς διδασκαλία σχετικά με τη βεβαιότητα ότι ο προσευχόμενος εισακούεται (βλέπε «παρρησία» στα χωρία Α΄ Ιωάννου 3,21· 5,14), αλλά ο όρος «εν τω ονόματί μου» ανοίγει καινούριες προοπτικές. Πρόκειται για το πέρασμα από τη λίγο ή πολύ ενστικτώδη παράκληση στην αληθινή προσευχή.

Το «Έως άρτι δεν ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου» (Ιωάννης 16,24) μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλούς βαπτισμένους. Να προσεύχεται κανείς «στο όνομα» του Χριστού προϋποθέτει κάτι περισσότερο από μια διατύπωση, όπως να κάνει κανείς ένα διάβημα «εν ονόματι» ενός άλλου προϋποθέτει ένα αληθινό δεσμό μ' αυτό τον άλλο. Να προσεύχεται κανείς έτσι, δε σημαίνει καθόλου ότι ζητεί αποκλειστικά τα επουράνια, αλλά ότι θέλει εκείνο που θέλει και ο Ιησούς. Η θέληση όμως του Ιησού είναι η αποστολή του: θέλει η ενότητά του με τον Πατέρα να γίνει το θεμέλιο της ενότητας εκείνων που κάλεσε «έτσι ώστε να είναι ένα καθώς εμείς είμαστε ένα» (Ιωάννης 17,22 και εξής). Να είναι κανείς «εν τω ονόματί» του και να θέλει αυτό που και εκείνος θέλει, σημαίνει επίσης να ζει κανείς σύμφωνα με τις εντολές του, που η πρώτη τους επιβάλλει αυτή την αγάπη που ζητάμε.

Η αγάπη λοιπόν είναι το παν στην προσευχή: η προϋπόθεσή της και το τέλος της. Ο Πατέρας δίνει το παν εξαιτίας αυτής της ενότητας. Έτσι η συνεχής διαβεβαίωση των Συνοπτικών ότι κάθε προσευχή εισακούεται επιβεβαιώνεται εδώ για τις ανανεωμένες καρδιές: «Δες! Τώρα με παρρησία μιλάς και καμία παροιμία δεν λες» (Ιωάννης 16,29). Πρόκειται εδώ για μια νέα κατάσταση, αλλά που πραγματοποιεί την υπόσχεση της ημέρας τού Κυρίου, όπου «Οποιοσδήποτε αν επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου θα σωθή» (Ιωήλ 1,32 = Ρωμαίους 10,13). Η προσευχή τού Μυστικού Δείπνου εγκαινιάζει την αναμενόμενη εποχή, όπου οι ευεργεσίες του ουρανού θα ανταποκρίνονται στις επιθυμίες της γης (Ωσηέ 2,23-25· Ησαϊας 30,19-23· Ζαχαρίας 8,12-15· Αμώς 9,13).


Τέτοια είναι η προσευχή το» Ιησού, που υπερβαίνει τη δική μας. Σπάνια λέει «προσεύχομαι», γενικά λέει «αιτούμαι», και μια φορά «θέλω» (Ιωάννης 17,24). Η προσευχή αυτή εκφράζει τη μεσολάβησή του (αιώνια σύμφωνα με το Εβραίους 7,25) και αποκαλύπτει το βαθύτερο περιεχόμενο τόσο τού Πάθους όσο και του ευχαριστιακού δείπνου. Γιατί η θεία Ευχαριστία είναι το εχέγγυο της πλήρους παρουσίας τού Θεού στο δώρο του και η δυνατότητα της τέλειας αμοιβαιότητας.



...........................



5. Η προσευχή της Εκκλησίας


1. Η κοινότητα

Η ζωή της Εκκλησίας αρχίζει στα πλαίσια της προσευχής του Ισραήλ. Το ευαγγέλιο τού Λουκά τελειώνει με τη μνεία τού Ναού, όπου οι Απόστολοι «ήταν δια κάθε… αινούντες και ευλογούντες τον Θεό» (Λουκάς 24,53· Πράξεις 5,12). Ο Πέτρος προσεύχεται την έκτη ώρα (Πράξεις 10,9). Ο Πέτρος και ο Ιωάννης πηγαίνουν στο Ναό για την προσευχή της ενάτης ώρας (Πράξεις 3,1· βλέπε Ψαλμοί 54,18: ένδειξη λειτουργικού ωραρίου). ΟΙ Χριστιανοί υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανό (Α΄ Τιμόθεον 2,8· βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8,22· Της οποίας 1,15), όρθιοι και μερικές φορές γονατιστοί (Πράξεις 9,40· βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8,54). Ψάλλουν ψαλμούς (Εφ 5,19·

Κολοσσαείς 3,16). «Πάντες ήταν επιμένοντας με υπομονή ομοθυμαδόν τη προσευχή» (Πράξεις 1,14). Η ομαδική αυτή προσευχή που προετοιμάζει την Πεντηκοστή προετοιμάζει μετά απ’ αυτήν όλες τις μεγάλες στιγμές της εκκλησιαστικής ζωής όπως αναφέρονται στις Πράξεις: την αντικατάσταση του Ιούδα (1,24-26), το θεσμό των επτά διακόνων (6,6) που ακριβώς πρόκειται να διευκολύνει την προσευχή των Δώδεκα (6,4). Προσεύχονται για την απελευθέρωση του Πέτρου (4,24-30), γι’ αυτούς που βάπτισε ο Φίλιππος στη Σαμάρεια (8,15). Επίσης βλέπουμε να προσεύχεται ο Πέτρος (9,40· 10,9) και ο Παύλος (9,11· 13,3· 14,23· 20,36· 21,5… ). Η Αποκάλυψη μας δίνει μια εικόνα της Συνάξεως που προσεύχεται με ύμνους (Απ. 5,6-14… ).

2. Ο Απόστολος Παύλος

α) Αγώνας. — Όταν ο Παύλος χρησιμοποιεί τις λέξεις που σημαίνουν την προσευχή, τις συνοδεύει με τις εκφράσεις «αδιαλείπτως», «εν παντί καιρώ» (Ρωμαίους 1,10 Εφεσίους 6,18· Β΄ Θεσσαλονικείς 1,3. 11· 2,13· Φιλήμονα 4· Κολοσσαείς 1,9) ή «νύχτας και ημέρας» (Α΄ Θεσσαλονικείς 3,10. Α΄ Τιμόθεον 5,5). Θεωρεί την προσευχή σαν ένα αγώνα: «να συναγωνισθείτε μαζί μου στις προσευχές υπέρ μου προς τον Θεό» (Ρωμαίους 15,30. Κολοσσαείς 4,12), αγώνα που δεν ξεχωρίζει από τον αγώνα της διακονίας του (Κολοσσαείς 2,1).

Για να δει το «πρόσωπο» των Θεσσαλονικέων, προσεύχεται «υπερεκπερισσού» (Α΄ Θεσσαλονικείς 3,10), και τον ίδιο υπερθετικό χρησιμοποιεί για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μας εισακούει (Εφεσίους 3,20). Λέει: «τρις τον Κύριο παρακάλεσα» (Β΄ Κορινθίους 12,8) για να φύγει ο σκόλοψ της σαρκός του.


β) Αποστολική προσευχή. — Το πιο πάνω παράδειγμα είναι μοναδικό, γιατί η προσευχή τού Παύλου συνδέεται αναπόσπαστα με τη θεία οικονομία η οποία πραγματοποιείται στην αποστολή του, κι όλα τα ρητά αιτήματα αφορούν την προαγωγή της Βασιλείας τού Θεού. Έτσι, αυτή η προσευχή περιέχει συγκεκριμένες επιθυμίες: να γίνει ευπρόσδεκτη η διακονία του στην Ιερουσαλήμ (Ρωμαίους 15,30 και εξής), να αποδοθούν ευχαριστίες στον Θεό για τη διάσωσή του από τον κίνδυνο που διέτρεξε (Β΄ Κορινθίους 1,11), να ελευθερωθεί από τα δεσμά (Φιλήμονα 22).

Γι’ αυτά και για πολλά άλλα (Φιλιππισίους 1,19· Α’ Θεσσαλονικείς 5,25) ζητάει τις προσευχές των άλλων, όπως σημειώνει στους Κολοσσαείς (4,12) ότι ο Επαφράς αγωνίζεται γι’ αυτούς στις προσευχές του. Η προσευχή παρουσιάζεται σαφώς στον Απ. Παύλο ως γνώρισμα ενότητας στους κόλπους του Σώματος του Χριστού που οικοδομείται (βλέπε επίσης Α΄ Ιωάννου 5,16).


γ) Πράξη ευχαριστίας. — Στον Παύλο παρατηρείται μόνιμα η παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ δεήσεως και αίνου: «εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας» (Φιλιππισίους 4,6· βλέπε Α΄ Θεσσαλονικείς 5,17 από· Α΄ Τιμόθεον 2,1). Ο ίδιος άλλωστε αρχίζει τις επιστολές του (εκτός από την προς Γαλάτας και Β' Κορινθίους, για συγκεκριμένους λόγους), ευχαριστώντας τον Θεό για την πρόοδο των παραληπτών και μνημονεύοντας τις προσευχές του «έτσι ώστε η αγάπη…

Ακόμα μάλλον και μάλλον περισσεύει» (Φιλιππισίους 1,9). Φαίνεται ότι το είδος της ευχαριστίας προσελκύει και όλα τα άλλα είδη προσευχής: ύστερα από ό,τι λάβαμε μια φορά για πάντα στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού, δεν μπορούμε πια να προσευχόμαστε χωρίς να ξεκινάμε απ’ αυτή τη δωρεά, και ζητάμε από τον Θεό για να μπορούμε να τον ευχαριστούμε (Β΄ Κορινθίους 9,11-15).


δ) Προσευχή «εν τω Πνεύματι» του Υιού. — Ο Παύλος μας διαφωτίζει επακριβώς για το ρόλο τού Πνεύματος στην προσευχή, που μας ενώνει με την Αγία Τριάδα όπως γίνεται και σήμερα στις λειτουργικές μας προσευχές, απευθύνει τις προσευχές του δια τού Χριστού στον Πατέρα. Σπάνια απευθύνεται στον «Κύριο», δηλαδή στον Ιησού (Β΄ Κορινθίους 12,8· βλέπε Εφεσίους 5,19, στο παράλληλο όμως χωρίο Κολοσσαείς 3,16 γίνεται λόγος για τον Θεό αντί για τον Κύριο).

Αλλά εκείνο που μας κάνει να προσευχόμαστε δια τού Χριστού (= στο όνομά του), είναι ακριβώς το Πνεύμα της υιοθεσίας (Ρωμαίους 8,15). Δι’ αυτού, όπως και ο Ιησούς, ονομάζουμε τον Θεό «·Πατέρα» και μάλιστα με μια λέξη οικειότητας «Αββά», που οι Ιουδαίοι επιφύλασσαν για τους επίγειους πατέρες τους και που ποτέ δε θα τη χρησιμοποιούσαν για τον ουράνιο Πατέρα. Η εύνοια αυτή μόνο από τα άνω μπορεί να προέλθει: «εξαπέστειλε ο Θεός το Πνεύμα τού Υιού Του στις καρδιές μας, κράζοντας Αββά ο πατήρ» (Γαλάτας 4,6· βλέπε Μάρκος 14,36).






Έτσι, η ανάγκη που δοκιμάζει η ανθρωπότητα να δικαιολογήσει την προσευχή της με μια θεία πρωτοβουλία ικανοποιείται πραγματικά. Πολύ βαθύτερα από μια υική συμπεριφορά, στην καρδιά της προσευχής μας βρίσκεται μια ύπαρξη υιού. Έτσι, μ' όλες τις αδυναμίες μας (Ρωμαίους 8,26), το Πνεύμα που προσεύχεται μέσα μας δίνει στην προσευχή μας τη βεβαιότητα (Εβραίους 4,14 και εξής· Ιάκωβος 4,3 και εξής) ότι φθάνουμε στα βάθη από όπου μας καλεί ο Θεός, κι αυτά τα βάθη είναι τα βάθη της αγάπης. Ξέρουμε ποια είναι αυτή η δωρεά που αποτελεί την αρχή και το τέλος της προσευχής. Είναι το Πνεύμα της αγάπης που ήδη λάβαμε (Ρωμαίους 5,5), και που όμως το ζητάμε (Λουκάς 11,13). «Εν τω Πνεύματι» ζητάμε έναν καινούριο κόσμο, όπου είμαστε σίγουροι ότι θα εισακουστούμε. Έξω απ’ αυτό τον κόσμο προσευχόμαστε «ως οι εθνικοί». «Εν τω Πνεύματι» κάθε προσευχή είναι το αντίθετο της φυγής, ζητάμε τη συνάντηση του ουρανού και της γης: «Το Πνεύμα και η Νύμφη λένε: Έλα!… ναι έλα, Κύριε Ιησού» (Απ. 22,17. 20).






ΠΗΓΗ:www.oodegr.com





*******************

Προσευχή> Εις τους 'Αγίους 'Αγγέλους

- Άναρχε Λόγε, ιεραίς δεήσεσι, των Χερουβείμ Σεραφείμ, Εξουσιών Θρόνων, και θείων Δυνάμεων, Αγγέλων Αρχαγγέλων τε, Αρχών Κυριοτήτων, τα σα ελέη τα πλούσια, δώρησαι ημίν ως φιλάνθρωπος.


Εκ των σκανδάλων του εχθρού, ω Σεραφείμ ρύσασθέ με, Εξουσίαι Χερουβείμ ικετεύω, Κυριότητες, Αρχαί και Θρόνοι και Αρχάγγελοι, συν τοις Αγγέλοις πάσι, τον Λυτρωτήν ικετεύσατε.


Νοεραί σε Δυνάμεις, νυν καθικετεύουσιν εύσπλαχνε Κύριε, Εξουσίαι Θρόνοι, Σεραφείμ Κυριότητες Άγγελοι, συν τοις Αρχαγγέλοις και ταις Αρχαίς· Ίλεως έσο τω λαώ σου, και σώσον ως εύσπλαγχος.


Ρυσθήναι με της εκεί, αποκειμένης κολάσεως, δεήθητε Χερουβείμ, Θρόνοι Κυριότητες, Άγγελοι Αρχάγγελοι, Αρχαί και Δυνάμεις, τον Δεσπότην πάσης κτίσεως.


Φωτός φώτα δεύτερα, του πρώτου όντες, άγιοι Άγγελοι, εν μεθέξει αΰλω και πανολβίω καταφαιδρύνεσθε· όθεν κραυγάζω· Τον νουν μου φωτίσατε, εσκοτισμένον αεί βίου τοις πάθεσιν.normal_24.jpg


Ως θείαι Εξουσίαι και Χερουβείμ, Σεραφείμ Κυριότητες Άγγελοι Θρόνοι, Αρχαί πάσαι και Δυνάμεις πανευκλεείς, και ιεροί Αρχάγγελοι, δέησιν ποιείτε προς τον Θεόν, καλώς ημάς βιώσαι, τυχείν τε σωτηρίας, και των δεινών απολυτρώσασθαι.



Αρχάγγελοι Άγγελοι Αρχαί, Θρόνοι Κυριότητες, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, και πολυόμματα Χερουβείμ, τα θεία της σοφίας όργανα, Δυνάμεις Εξουσίαι θειότατοι, Χριστώ πρεσβεύσατε δωρηθήναι, ταις ψυχαίς ημών την ειρήνην και το μέγα έλεος.


Πάσαι αι ουράνιαι δυνάμεις των αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, πρεσβεύσατε υπέρ ημών των αμαρτωλών.


Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα.



++++++++++++++

Προσευχή> 'Αγίου Εφραίμ του Σύρου

- Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:



''Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου,
πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας,
και αργολογίας μη μοι δως''.

Πνεύμα δε σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, υπομονής,
και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.

Ναι Κύριε Βασιλεύ,
δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα,
και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙
ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.




Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής).

Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν».

Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.


Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.

Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.

Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.

Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση.

Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους».

Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.

Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος.

Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει, ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική.

Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.

Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.

Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά.

Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.

Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες.

Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν.

Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.

Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.

Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια.

Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.

Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.

Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο».

Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί.

Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.




ΠΗΓΗ:www.egolpion.com





*****************

Προσευχή> Βασίλειος ο Μέγας,

Μιλώντας ο Μ. Βασίλειος στη γιορτή της Μάρτυρος Ιουλίττας για τη σύσταση του Απ. Παύλου, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» — να προσεύχεσθε αδιάλειπτα — αφήνει ευδιάκριτα να διαφανεί ότι με αυτό το λόγο ο Απόστολος των Εθνών δεν καλεί το Χριστιανό να σταματάει τη δουλειά του και να τρέχει κάθε τρεις και λίγο στο εικονοστάσι του σπιτιού του ή σε μια εκκλησία και ν’ αρχίζει τις προσευχές, πράγμα και πρακτικά αδύνατο, ιδιαίτερα στις μέρες µας.

Τον καλεί να ζει όλο το εικοσιτετράωρο σε αναφορά, διάλογο και σχέση με τον Θεό για κάθε τι, να νιώθει την προσευχή σαν ζωτική ατμόσφαιρα! Αν δεν ενοχλούσε κάποιους, θα παρέπεμπα στο κινηματογραφικό έργο «Ο βιολιστής στη στέγη», όπου ο σκηνοθέτης βάζει τον πρωταγωνιστή να σηκώνει κάθε τόσο το βλέµµα στον ουρανό και να μιλάει με τον Θεό, όπως ένα παιδί με τον Πατέρα του. Και άλλοτε να τον ευχαριστεί, άλλοτε να τον παρακαλεί και άλλοτε να του… παραπονιέται!

Όντας πάντα πρακτικός και συγκεκριμένος στη διδαχή ο Μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, γράφει. «Όταν λοιπόν κάθεσαι στο τραπέζι, προσευχήσου, ευχαρίστησε τον Θεό που σου χάρισε την αναγκαία για τη ζωή τροφή. Με το κρασί που πίνεις για να υποστηρίξεις την αδυναμία του σώματος, θυμήσου Εκείνον που σου δίνει αυτό το δώρο για να ευφρανθεί η καρδιά σου και να τονωθεί η διάθεσή σου.

Τέλειωσε το φαγητό; Ας μην τελειώσει μαζί του και η θύμηση του Ευεργέτη. Ντύνεσαι τα καθημερινά ρούχα· να ευχαριστείς τον Θεό που σου τα έδωσε. Ντύνεσαι εκείνα της εξόδου· να αυξάνεις την αγάπη σου στον Θεό, που µας χαρίζει κατάλληλα ρούχα και για το χειμώνα και το καλοκαίρι που προστατεύουν τη ζωή µας και κρύβουν την ασκήµια της γύμνιας µας.

Τέλειωσε η μέρα; Ευχαρίστησε τον Θεό που µας χάρισε τον ήλιο να µας υπηρετεί στα ημερήσια έργα µας, το φως να φωτίζει τη νύχτα και να υπηρετεί άλλες ανάγκες της ζωής µας.

»Η νύχτα πάλι, πόσες αφορμές για προσευχή μπορεί να µας δώσει… Υψώνεις το βλέµµα στον ουρανό και γοητεύεσαι από το κάλλος της αστρικής πληµµυρίδας που ατενίζεις· πες ένα λόγο δοξολογίας στον Κύριο των όλων, προσκύνησε τον άριστο τεχνίτη όλης αυτής της σοφίας που αποκαλύπτεται στη δημιουργία.

Κοιτάζεις ένα γύρω και βλέπεις να ησυχάζουν όλα τα όντα· δόξασε αυτόν που, κι αν ακόμα δεν θέλουμε, με τον ύπνο µας αναπαύει από τους κόπους της ημέρας, και με νέες δυνάμεις μετά µας επαναφέρει στις υποχρεώσεις της επομένης.

»Ακόμα, μη θεωρήσεις ότι ολόκληρη η νύχτα έγινε αποκλειστικά για τον ύπνο. Μην το δεχτείς αυτό και αχρηστέψεις το μισό χρόνο της ζωής σου παραδίνοντάς τον σ’ αυτή την ιδιότυπη αναισθησία, μοίρασέ τον ανάμεσα σε ύπνο και προσευχή. Αφήνω ότι και αυτός ο ύπνος μπορεί να γίνει κάτι σαν σπουδή στην ευσέβεια. Τα όνειρα από τη φύση τους απηχούν συνήθως τις φροντίδες και τα ενδιαφέροντα της ημέρας.

Ό,τι λογής είναι τα έργα της ζωής µας τη μέρα, ανάλογα είναι και τα όνειρά µας. Αυτό σημαίνει ότι και την ώρα που θα κοιμάσαι και δε θα προσεύχεσαι με λόγια, η προσευχή σου θα συνεχίζεται με τις εικόνες που θα απηχούν την ατμόσφαιρα σχέσης με τον Θεό που ανέπτυξες στη διάρκεια της ημέρας. Με τον τρόπο αυτό η ζωή σου θα εκτυλίσσεται σαν μια συνεχής και αδιάλειπτη προσευχή».

Δεν ξέρω πόσοι κινούμε τη μέρα µας σε τέτοια ατμόσφαιρα προσευχής, πόσοι λέμε έστω ένα λόγο, µία µόνο λέξη ευχαριστίας, δοξολογίας του Θεού, παράκλησης για κάτι δικό µας ή των άλλων, ιδιαίτερα όσων συναντούμε να είναι σε ανάγκη.

Φαντάζoµαι όμως ότι καθένας µας διακρίνει εδώ καθαρά το εικoσιτετράωρo διάγραµµα ατμόσφαιρας και στάσης προσευχής του Μ. Bασιλείoυ, κάτι από εκείνο το, «µνηµονευτέον Θεοῦ µᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον», που θα έλεγε ο αυτάδελφος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «η άλλη μισή των δύο τους σωμάτων ψυχή»!

Σε ό,τι αφορά τώρα στην ουσία της προσευχής, αφού πρώτα την ορίζει ως «αἴτημα αγαθοῦ παρά τῶν εὐσεβῶν εἰς Θεόν γινομένη» — παράκληση των ευσεβών στο Θεό για κάτι καλό — υπoγραµµίζει ότι αυτή δεν εντοπίζεται τόσο στα λόγια που αναφέρει κανείς
— «τήν αἴτησιν οὐκ ἐν ρήµασιν ὁριζόµεθα πάντως».

Γιατί σε τελική ανάλυση ο Θεός δε χρειάζεται τα λόγια µας, αφού και χωρίς να του ζητήσουμε, ξέρει τι µας συμφέρει και τι µας ωφελεί — «οὐδέ γάρ ἡγούµεθα τόν Θεόν τῆς διά τῶν λόγων ὑποµνήσεως δεῖσθαι, ἀλλ’ εἰδέναι, καί µή αἰτούντων ἡµῶν τά χρήσιµα».

Επομένως δεν πρέπει να νομίζουμε ότι είπαμε από συνήθεια μερικά ξερά λόγια προσευχής και τελειώσαμε, ούτε ότι αραδιάσαμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε, μια σειρά από Ψαλμούς και προσευχηθήκαμε.

Εκείνο που προέχει και μετράει στην προσευχή, η ουσία της, είναι η προαίρεση, η διάθεση ψυχής και καρδιάς που εκφράζουν αυτά που λέμε στην προσωπική προσευχή ή διαβάζουμε στις εκκλησιαστικές Ακολουθίες

— «ὅτι χρή ἡµᾶς µή ἐν συλλαβαῖς τήν προσευχήν ἀποπληροῦν, ἀλλά τῇ προαιρέσει µᾶλλον ψυχῆς».

Που σημαίνει ότι ο Θεός μετράει πόση ψυχή και καρδιά καταθέτουμε με κάθε λέξη προσευχής που βγαίνει από τα χείλη µας! Πόσο νιώθουμε αληθινά, πόσο ζούμε ό,τι του λέμε, ό,τι του ζητούμε.

Αλλά, θα επισημάνει, ούτε κι αυτό φτάνει για να είναι η προσευχή µας προσευχή! Είναι απαραίτητο να έχει και προεκτάσεις, να τη συνοδεύουν και να τη στολίζουν πράξεις αρετής σε όλη τη ζωή µας! Πράξεις αρετής, που θα τη σφραγίζουν και θα αποτελούν τη δύναμη και την ολοκλήρωσή της

— «καί πράξεσι ταῖς κατ’ ἀρετήν παντί βίῳ συµπαρεκτεινομέναις, τήν δύναµιν πληροῦσθαι τῆς πρoσευχῆς»!

Που σημαίνει, ο Θεός βλέπει και εξετάζει αν η προσευχή γεννάει αρετή, αν γεννάει αγάπη! Ή αλλιώτικα, ο Μ. Βασίλειος δεν καταλαβαίνει τι προσευχή μπορεί να είναι μια προσευχή, που δε σφραγίζεται και δεν ολοκληρώνεται με πράξεις αρετής, τουτέστιν δεν εκφράζεται και δεν επιβεβαιώνεται με μια ζωή χριστιανική, με πράξεις αγάπης.

Με άλλα λόγια και πολύ απλά. Η προσευχή είναι µία διαρκής συνομιλία με τον Θεό, ένας ζωντανός διάλογος και µία αδιάσπαστη σχέση μαζί του. Μπορεί να είναι ένας µόνο λόγος, μιας και μόνης στιγμής, και ύστερα ένας άλλος κάποιας άλλης. Ένας λόγος δοξολογίας, ευχαριστίας, ένας λόγος παράκλησης στον Θεό για µας ή για όσους ιδιαίτερα βλέπουμε και συναντάμε να είναι σε ανάγκη.

Αυτονόητο και πολύ περισσότερο ο λειτουργικός λόγος του Ευχαριστιακού Σώματος της Εκκλησίας! Πάντα όμως ένας λόγος κατάθεση ψυχής, ένας λόγος άγγιγμα καρδιάς! Αλλά και ένας λόγος που θα σφραγίζεται από µία ζωή αρετής, μιας αρετής που θα αποτελεί τη δύναμη και την ολοκλήρωσή της!

Αυτά που λέει ο Μ. Βασίλειος αποτελούν μια συγκροτημένη και αδιάσπαστη ενότητα, απηχούν αγία προσωπική εμπειρία και πρακτική του. Μία εμπειρία και πρακτική που μπορεί να ψηλαφήσει κανείς στη ζωή όλων των Αγίων της Εκκλησίας µας, των γνωστών και όσων αγνώστων σ’ εμάς, όχι στον Θεό βέβαια!

Κι αν η προσευχή ως ατμόσφαιρα ζωής και κατάθεση ψυχής είναι κάτι που εύκολα κατανοείται, οι προεκτάσεις της σε ζωή αρετής, που πιο δύσκολα κατανοούνται από πολλούς, κι ακόμα πιο δύσκολα προσεγγίζονται από όλους µας, είναι κάτι που χρειάζεται να προσεχθεί πολύ, καθώς τελευταία ιδιαιτέρα διαχέεται όχι λίγη θολούρα στο Ορθόδοξο εκκλησιαστικό τοπίο γύρω από αυτό το βασικό θέμα.





ΠΗΓΗ:www.xfd.gr





**************